Τι σημαίνει το enrolar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης enrolar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enrolar στο πορτογαλικά.
Η λέξη enrolar στο πορτογαλικά σημαίνει υπεκφεύγω, κοπροσκυλιάζω, μιλάω άσκοπα, εσωκλείω, τυλίγω, τυλίγω, ρίχνω, τουμπάρω, τυλίγω, μαζεύω, τυλίγω, τυλίγομαι, κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιου, χασομερώ, λουφάρω, γυρίζω, τυλίγω, έχω κπ στο περίμενε, χασομεράω, χασομερώ, χαζολογάω, χαζολογώ, τυλίγω κτ γύρω από κτ, περιτυλίγω κτ γύρω από κτ, είμαι τυλιγμένος, συσπειρώνομαι, μπλέκομαι, μπερδεύομαι, στρίβω τσιγάρο, συσπειρώνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, το καθυστερώ, τυλίγω, τυλίγω, τυλίγω, γυρνάω, γυρίζω, τυλίγω σε τόπι, κάνω τόπι, τυλίγω, χαζολογώ, χαζεύω, παίζω κπ, εξαπατάω, εξαπατώ, παραπλανώ, τη φέρνω σε κπ, τη φέρνω σε κπ, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ, τυλίγω, περιτυλίγω, τρώω, μπερδεύω, πιάνομαι, μπλέκω, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, καθυστερώ, χρονοτριβώ, εξαπατώ, ξεγελώ, κυκλώνω, περικυκλώνω, λουφάρω, υπεκφεύγω, χασομερώ, χαζολογώ, κατσαρώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, τυλίγομαι, που τυλίγεται, κάνω σαρδάμ, μπλέκομαι, τσιγαρόχαρτο, κολλάω σε κτ, κολλώ σε κτ, καπνός, τυλίγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης enrolar
υπεκφεύγω(figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοπροσκυλιάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω άσκοπα(gíria: falar sem propósito) |
εσωκλείω(cobrir objeto com papel, filme, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω, τουμπάρω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você não vai conseguir me enrolar com bajulação. Você não vai ganhar uma bicicleta de natal e ponto final. Δεν μπορείς να με τουμπάρεις (or: να με καταφέρεις) με κολακείες. Δεν θα πάρεις ποδήλατο για τα Χριστούγεννα κι αυτή είναι η τελική μου απόφαση. |
τυλίγω, μαζεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O homem enrolou meu peixe com batatas num jornal. Ο άντρας τύλιξε το ψάρι με τις πατάτες μου σε εφημερίδα. |
τυλίγομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele enrolou os certificados e os guardou num lugar seguro. Τύλιξε τα πιστοποιητικά και τα φύλαξε σε ένα ασφαλές μέρος. |
κάνω κάποιον να χάσει το χρόνο του, σπαταλάω το χρόνο κάποιουverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χασομερώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O governo está enrolando para fazer as reformas, pois sabe que deixará de ser popular com os eleitores. |
λουφάρω(gíria) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta folha de papel não fica plana. As bordas ficam enrolando. Αυτό το φύλλο χαρτί δεν μένει ίσιο. Οι γωνίες του συνέχεια γυρίζουν. |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tive que enrolar a linha da pipa depois que terminamos de brincar com ela. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κουβάριασε τη μάνικα και την έβαλε σε μια άκρη. |
έχω κπ στο περίμενεverbo transitivo (fazer esperar) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χασομεράω, χασομερώ, χαζολογάω, χαζολογώverto intransitivo (figurado, informal: evitar trabalho) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τυλίγω κτ γύρω από κτ, περιτυλίγω κτ γύρω από κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ela enrolou a longa encharpe ao redor do pescoço. Τύλιξε το μακρύ κασκόλ γύρω από το λαιμό της. |
είμαι τυλιγμένοςverbo transitivo (espiral) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A mangueira do jardim se enrola pelo chão. Το λάστιχο του κήπου είναι τυλιγμένο στο έδαφος. |
συσπειρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A cobra enrolou-se, preparada para atacar. Το φίδι κουλουριάστηκε έτοιμο να επιτεθεί. |
μπλέκομαι, μπερδεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cabelo de Steve enrolou no vento. Τα μαλλιά του Στιβεν ανακατεύτηκαν από τον αέρα. |
στρίβω τσιγάροverbo transitivo (cigarro) (ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele terminou de enrolar um cigarro e me pediu fogo. |
συσπειρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jesse enrolou a mangueira e guardou-a no galpão. Η Τζες κουλούριασε το λάστιχο και το έβαλε στο υπόστεγο. |
εμποδίζω, παρεμποδίζω(figurado, impedir de fazer algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το καθυστερώ(figurado, dar desculpa) (συνήθως επίτηδες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) James disse que não pode enviar o relatório porque a internet dele está ruim, mas eu acho que ele está enrolando porque não terminou ainda. Ο Τζέιμς λέει ότι δεν μπορεί να στείλει την έκθεση τώρα, επειδή του έχει κοπεί το ίντερνετ. Εγώ πιστεύω, όμως, ότι το καθυστερεί (or: χρονοτριβεί) γιατί δεν την έχει τελειώσει ακόμα. |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós enrolamos a mangueira depois de lavar o carro. |
τυλίγωverbo transitivo (dar forma de rolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vi fotos de velhos cubanos enrolando charutos. |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele enrolou o cabo bem apertado e o colocou na gaveta. |
γυρνάω, γυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυλίγω σε τόπι, κάνω τόπιverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O tecido é enrolado na fábrica antes de ser entregue às lojas. |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A mãe enrolou a criança em cobertores. |
χαζολογώ, χαζεύωverbo transitivo (gíria) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω κπ(enganar alguém) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατάω, εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O suspeito aparentemente fraudou diversos idosos. Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους. |
παραπλανώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο πωλητής προσπάθησε μου πρόσφερε μερική επιστροφή χρημάτων αλλά ήταν εμφανές πως προσπαθούσε να μου τη φέρει. |
τη φέρνω σε κπ(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο Φρανκ προσπαθεί πάντα να μου τη φέρει με τις δικαιολογίες του. |
παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meus amigos me enganaram para ir ver um musical. Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ. |
τυλίγω, περιτυλίγω(κάτι/κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρώω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O criminoso fraudou uma de suas vítimas em 10 mil dólares. Ο εγκληματίας απέσπασε από ένα από τα θύματά του δέκα χιλιάδες δολάρια. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Negativas duplas geralmente me enganam. Οι διπλές αρνήσεις συνήθως με μπερδεύουν. |
πιάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando eu andava de bicicleta, meus cadarços agarraram nas catracas. Ενώ έκανα ποδήλατο, πιάστηκαν τα κορδόνια μου στις ταχύτητες. |
μπλέκω(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περπατάω αργά, πηγαίνω αργά(sem pressa) |
καθυστερώ, χρονοτριβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξαπατώ, ξεγελώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O freelancer percebeu que a nova cliente o havia enganado quando ela desapareceu sem pagar. |
κυκλώνω, περικυκλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λουφάρω(BRA, informal, gíria: evitar trabalhar) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υπεκφεύγω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O político sempre fazia rodeios para evitar responder de verdade qualquer pergunta. |
χασομερώ, χαζολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατσαρώνωverbo transitivo (cabelos) (με ψαλίδι μαλλιών) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Minha mãe está me ajudando a enrolar meu cabelo para me arrumar para o baile hoje à noite. Η μαμά με βοηθάει να κάνω μπούκλες τα μαλλιά μου για να ετοιμαστώ για τον αποψινό χορό αποφοίτησης. |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα(fazer uma confusão) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τυλίγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
που τυλίγεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω σαρδάμ(figurado, informal) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A palestrante estava nervosa e se enrolou algumas vezes durante a fala. |
μπλέκομαι(BRA) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσιγαρόχαρτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κολλάω σε κτ, κολλώ σε κτ(μεταφορικά) Πάντα κολλάω στα λόγια του εθνικού ύμνου όταν προσπαθώ να τον τραγουδήσω. |
καπνός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τυλίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enrolar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του enrolar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.