Τι σημαίνει το escorregar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης escorregar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escorregar στο πορτογαλικά.

Η λέξη escorregar στο πορτογαλικά σημαίνει γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω και πέφτω, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, πέφτω από κτ, κάνω λάθος, τρέχω, ξεγλυστράω, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, κάνω έλκηθρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης escorregar

γλιστράω, γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O copo escorregou da mão dele.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Του γλίστρησε το ποτήρι απ' το χέρι.

γλιστράω, γλιστρώ

verbo transitivo (escorregar em algo e cair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γλιστράω, γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James estava descendo a escada quando escorregou e caiu.
Ο Τζέιμς κατέβαινε τη σκάλα όταν γλίστρησε και έπεσε.

γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γλιστράω, γλιστρώ

(cair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu escorreguei no gelo e me machuquei.
Γλίστρησα στον πάγο και χτύπησα.

γλιστράω και πέφτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela escorregou na calçada coberta de gelo e quebrou o quadril.
Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και έσπασε τον γοφό της.

γλιστράω, γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele escorregou na calçada cheia de neve e se machucou.
Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και χτύπησε.

γλιστράω, γλιστρώ

(derrapar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele escorregou no chão molhado, mas não caiu.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Γλίστρησε στο υγρό πάτωμα, αλλά δεν έπεσε.

γλιστράω, γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim tentou escorregar no gelo graciosamente.
Ο Τιμ προσπάθησε να τσουλήσει πάνω στον πάγο με χάρη.

πέφτω από κτ

O lençol escorregou lentamente da cama.
Η κουβέρτα έπεσε σιγά σιγά από το κρεβάτι.

κάνω λάθος

(figurado, errar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele fez um bom trabalho, mas escorregou em alguns casos.
Τα πήγε καλά, αλλά του ξέφυγαν καναδυό σημεία.

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεγλυστράω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γλιστράω, γλιστρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Havia chovido quando voltamos ao carro e, quando tentamos ir embora, os pneus só ficavam derrapando na lama.

γλιστράω, γλιστρώ

verbo transitivo (έμφαση στην κίνηση: από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω έλκηθρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escorregar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.