Τι σημαίνει το espremer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης espremer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espremer στο πορτογαλικά.
Η λέξη espremer στο πορτογαλικά σημαίνει πατάω, πιέζω, συμπιέζω, στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω, στύβω, στείβω, στύβω, στείβω, πιέζω κτ να βγει από κάπου, στριμώχνω, χώνω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, στύβω, στύβω, πολτοποιώ, στριμώχνω, τσιμπάω, τσιμπώ, συνθλίβω, στύβω, πιέζω, αντλώ, στριμώχνομαι, χωράω σε κτ, συνωστίζομαι σε κτ, στύβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης espremer
πατάω, πιέζω, συμπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert espremeu a garrafa de ketchup, tentando tirar até a última gota. Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα. |
στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζωverbo transitivo (extrair espremendo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έστυψε και την τελευταία σταγόνα χυμού από το λεμόνι. |
στύβω, στείβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William espremeu as laranjas para fazer suco no café da manhã. Ο Γουίλιαμ έστειψε τα πορτοκάλια για να κάνει χυμό για το πρωινό. |
στύβω, στείβωverbo transitivo (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alice espremeu o suco dos limões em uma tigela. Η Άλις έστειψε τον χυμό από τα λεμόνια μέσα σε ένα μπολ. |
πιέζω κτ να βγει από κάπουverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Τομ πίεσε το σωληνάριο της οδοντόκρεμας, για να βγει και η ελάχιστη ποσότητα που είχε απομείνει. |
στριμώχνω, χώνω(σε κτ ή μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy entulhou todos os pertences dela no carro e partiu para sua nova vida. Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή. |
ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ(espremer algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στύβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles espremeram o suco de uma laranja para fazer um drink. Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό. |
στύβωverbo transitivo (χυμός από φρούτο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esprema as laranjas no espremedor de suco para fazer uma bebida saudável. Στύψε τα πορτοκάλια στον αποχυμωτή για να φτιάξεις ένα υγιεινό ρόφημα. |
πολτοποιώverbo transitivo (fruta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στριμώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick espremeu as roupas na mala. |
τσιμπάω, τσιμπώverbo transitivo (ελαφρά, απαλά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy apertou a bochecha do bebê. Η Νάνσυ τσίμπησε το μάγουλο του μωρού. |
συνθλίβωverbo transitivo (achatar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel tem um aparelho para esmagar latas antes de jogá-las no lixo reciclável. Η Ρέιτσελ έχει ένα μηχάνημα για να ζουλάει τα κουτάκια αλουμινίου πριν μπουν στον κάδο ανακύκλωσης. |
στύβω(BRA, formal: fruta) (λεμόνια, πορτοκάλια κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dana começou a extrair suco de frutas e verduras porque ela ouviu falar que é saudável. Η Ντάνα άρχισε να αποχυμώνει φρούτα και λαχανικά γιατί άκουσε πως είναι υγιεινό. |
πιέζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quanto mais você espremer uma esponja molhada, mais água vai tirar dela. Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει. |
αντλώverbo transitivo (γάλα από το στήθος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η θηλάζουσα μητέρα αντλεί γάλα για το μωρό της. |
στριμώχνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O pessoal se espremeu na salinha para ouvir a palestrante. |
χωράω σε κτverbo pronominal/reflexivo (vestir roupa apertada) |
συνωστίζομαι σε κτ
A multidão se apertou na pequena sala para ouvir o que o político tinha a dizer. |
στύβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espremer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του espremer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.