Τι σημαίνει το esquisito στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esquisito στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esquisito στο πορτογαλικά.

Η λέξη esquisito στο πορτογαλικά σημαίνει λοξός, λοξή, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, γλείφτης, γλείφτρα, περίεργος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράδοξος, φρικιό, ξένος, αντιπαθητικός, φρικιό, ιδιότροπος, περίεργος, ιδιαίτερος, Παράξενο!, ξένος, περίεργος, παράξενος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, παλαβός, παλαβιάρης, φευγάτος, έξαλλος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, ξένος, βλάκας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esquisito

λοξός, λοξή

(καθομ, μειωτικό, μτφ)

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι κάνει η ζουρλοπαντιέρα ο θείος σου; Ακόμα έτσι ιδιόρρυθμος είναι;

περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος

substantivo masculino (informal - pessoa estranha, extravagante) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A amiga esquisita dela tem cabelo laranja e unhas azuis.
Ο μυστήριος καινούργιος φίλος της έχει πορτοκαλί μαλλιά και μπλε νύχια στα χέρα.

γλείφτης, γλείφτρα

(αργκό, μτφ, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Só um esquisito para rir das piadas idiotas do chefe.
Μόνο ένας γλείφτης θα γελούσε με τα ηλίθια αστεία του αφεντικού.

περίεργος, παράξενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há algo de esquisito naquele homem lá.

παράξενος, περίεργος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, αλλόκοτος

substantivo masculino (pessoa estranha)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο άντρας που ζει σε εκείνο το σπίτι είναι παράξενος (or: αλλόκοτος).

αλλόκοτος, παράδοξος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Um gato de três patas? Que estranho!
Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)!

φρικιό

adjetivo (pessoa) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse cara esquisito fica me olhando.
Αυτό το φρικιό συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα.

ξένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιπαθητικός

(pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aquele cara assustador está nos seguindo. Sempre achei o tio da Lana um pouco repulsivo.
Πάντα πίστευα ότι ο θείος της Λάνα ήταν κάπως τρομακτικός.

φρικιό

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιδιότροπος

(informal, pessoa difícil para alimentar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περίεργος, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dorothy tinha maneiras estranhas, ela claramente não estava acostumada a companhias refinadas.

Παράξενο!

(καθομ: για κατάσταση)

Andrea te deu uma garrafa de vinho apesar de você não beber álcool? Estranho!
Η Άντρεα σου έφερε ένα μπουκάλι κρασί ενώ δεν πίνεις αλκοόλ; Κουλό!

ξένος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περίεργος, παράξενος

adjetivo (fora do comum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Um dos docinhos tinha uma forma estranha (or: esquisita).
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα.

εκκεντρικός

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος

adjetivo (fora do comum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Que estranho ela não ter ido para casa direto do trabalho!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο καθηγητής έκανε κάτι κουλό χτες· δεν μας έβαλε ασκήσεις για το σπίτι.

ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια.

παλαβός, παλαβιάρης, φευγάτος

adjetivo (louco) (εκκεντρικός, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξαλλος

adjetivo (gíria) (καθόμ: εξεζητημένος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

(pessoa bizarra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era um sujeito estranho (or: esquisito). Não parava de perguntar a hora.
Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα.

ξένος

adjetivo (alienado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Acho esse lugar estranho.

βλάκας

(μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esquisito στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.