Τι σημαίνει το evitar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης evitar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του evitar στο ισπανικά.
Η λέξη evitar στο ισπανικά σημαίνει αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, αποφεύγω, αποφεύγω, απέχω, αποτρέπω, αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω να κάνω κτ, αποφεύγω να κάνω κτ, εμποδίζω, γλιτώνω, σταματάω, σταματώ, παύω, προσπερνάω, γλιτώνω, παρατάω, αποφεύγω, παρακάμπτω, προλαμβάνω, αποφεύγω, αποφεύγω, διαφεύγω, διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, αποφεύγω, δεν παίρνω θέση, παρακάμπτω, παρακάμπτω, ξεγλιστρώ από κτ, κάνω ελιγμούς, κάνω σλάλομ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αποφεύγω, αποφεύγω, αποφεύγω, αποτρέπω, αφήνω, αποφεύγω, χασομεράω, χασομερώ, χαζολογάω, χαζολογώ, παντού, άρση, δεν γίνεται κάτι άλλο, αποφεύγω, αποτρέπω, παίζω χαμηλά μπάλα, αποφεύγω, μένω ξύπνιος, θεωρώ κτ δεδομένο, αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ, ξεφεύγω, ξεφεύγω από κπ, μένω μακριά από κπ/κτ, εμποδίζω, αναπόφευκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης evitar
αποφεύγωverbo transitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ruth ha evitado hablar con Chris desde ayer por la mañana. Η Ρουθ αποφεύγει να μιλήσει στον Κρις από χτες το πρωί. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los tripulantes del kayak esquivaron las rocas del río. Οι κωπηλάτες απέφυγαν τους βράχους που ήταν μέσα στο ποτάμι. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fugitivo eludió el arresto. Ο δραπέτης απέφυγε τη σύλληψη. |
αποφεύγωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trato de evitar las comidas fritas. |
κρατάω απόσταση από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es una tarea que no me gusta, siempre trato de evitarla. |
αποφεύγω, απέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pareja está evitando la tradición al casarse en la playa. Το ζευγάρι θα παντρευτεί στην παραλία απέχοντας απ' την παράδοση. |
αποτρέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cómo podemos evitar demoras en el proceso de producción? Πώς μπορούμε να αποτρέψουμε καθυστερήσεις στη διαδικασία παραγωγής; |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca ha sido de esos que evitan el trabajo arduo. Ως άνθρωπος, ποτέ του δεν έχει αποφύγει τη σκληρή δουλειά. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podés evitar el problema pretendiendo que no existe. Δεν μπορείς ν' αποφύγεις το πρόβλημα προσποιούμενος πως δεν υπάρχει. |
αποφεύγω να κάνω κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El político evitó contestar la pregunta cambiando de tema. Ο πολιτικός άλλαξε θέμα, αποφεύγοντας, έτσι, να απαντήσει στην ερώτηση. Ο επιχειρηματίας απέφυγε να καταβάλει τους φόρους του, χρησιμοποιώντας κάποιο παραθυράκι του νόμου. |
αποφεύγω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Karen es insegura, tiende a evitar conocer gente nueva. |
εμποδίζωverbo transitivo (κάτι από το να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Afortunadamente ella evitó que la situación se pusiera peor. |
γλιτώνωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pudo evitar el árbol de milagro, casi se estrella. Γλίτωσε για λίγο τη σύγκρουση με το δέντρο. |
σταματάω, σταματώ, παύωverbo transitivo (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puedo evitar pensar que ella tenía la razón desde el principio. |
προσπερνάω(obstáculo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El barco camaronero evitó los bancos con seguridad. |
γλιτώνω(κπ από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El lavaplatos te va a evitar mucho trabajo. Ένα πλυντήριο πιάτων θα σε γλιτώσει από πολύ κόπο. |
παρατάωverbo transitivo (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando se conduce por aquí es difícil esquivar los hoyos en la carretera. |
παρακάμπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El camionero circunvaló los pueblos para llegar antes. Ο οδηγός του φορτηγού παρέκαμψε τις μικρές πόλεις για φτάσει πιο γρήγορα. |
προλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía rival previno nuestra oferta de compra vendiendo sus acciones. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El adolescente evadía los deberes, pues prefería jugar a los videojuegos. Ο έφηβος απέφευγε να κάνει τις εργασίες του και προτιμούσε να παίζει βιντεοπαιχνίδια. |
διαφεύγω(σε κάποιον ή με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La solución a este problema evadió a los científicos durante décadas. |
διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cura para esta mortal enfermedad todavía elude a la medicina. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El astuto político evadía las difíciles preguntas del entrevistador. |
δεν παίρνω θέση(για κάποιο θέμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El senador estaba eludiendo la pregunta. Ο γερουσιαστής δεν πήρε θέση στο ερώτημα. |
παρακάμπτω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía esquivó serias dificultades financieras pero todavía no está segura. |
παρακάμπτω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry decidió ignorar a su supervisor y seguir adelante con su plan. Ο Χένρυ αποφάσισε να παρακάμψει τον προϊστάμενό του και να προχωρήσει το σχέδιό του. |
ξεγλιστρώ από κτ(responsabilidad) (ανεπίσημο, μεταφορικά) El jefe le había prometido a Ian un ascenso, pero luego intentó eludir el compromiso. |
κάνω ελιγμούς, κάνω σλάλομ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El coche iba a toda velocidad por la carretera llena de coches esquivando el tráfico. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
El corredor esquivaba a la gente en su camino. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγω(figurado) (ένα θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rodeó ese asunto y evitó mencionarlo. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador esquivó a los miembros del equipo contrario y marcó un ensayo. |
αποτρέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mayor parte de los accidentes domésticos se pueden prevenir. Η μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών ατυχημάτων μπορεί εύκολα να αποτραπεί. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Somos todos amigos aquí, creo que podemos dejar de lado las formalidades. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esquivó el tema abandonando la reunión rápidamente. |
χασομεράω, χασομερώ, χαζολογάω, χαζολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jim siempre está holgazaneando mientras el resto de nosotros trabajamos duro. |
παντούlocución adjetiva (literal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Esas publicidades son difíciles de evitar, las encuentras en todas las páginas de Internet. |
άρση(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεν γίνεται κάτι άλλο(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es una lástima que Deborah no pueda venir, pero no tiene remedio. |
αποφεύγω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No debes cruzarte con tu jefe hoy; está de mal humor. |
αποτρέπω(κπ από το να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un agente de policía le impidió acceder al edificio. Ο αστυνομικός την απέτρεψε από το να μπει στο κτίριο. |
παίζω χαμηλά μπάλα(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Toda la clase evitó a Gavin cuando se enteraron de lo que había hecho. Ολόκληρη η τάξη απέφευγε τον Γκάβιν όταν ανακάλυψαν τι είχε κάνει. |
μένω ξύπνιος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La fiesta era tan aburrida que tuve que luchar para evitar dormirme. |
θεωρώ κτ δεδομένοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνιlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal |
δεν αφήνω κπ/κτ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las constantes interrupciones no dejaban que Alvin terminar su tarea. Οι συνεχείς διακοπές εμπόδιζαν τον Άλβιν να κάνει τη δουλειά του. |
ξεφεύγω(μεταφορικά: από κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sale a trabajar con el auto para evitar a su suegra. Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του. |
ξεφεύγω από κπ
La enrevesada lógica del abogado escapaba tanto al jurado como al experimentado juez. |
μένω μακριά από κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Guarden distancia del fuego, pueden saltar chispas. |
εμποδίζωlocución verbal (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El miedo no debería evitar que un policía haga su trabajo. |
αναπόφευκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No puedo evitar preguntarme si sabe realmente lo que está haciendo. Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του evitar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του evitar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.