Τι σημαίνει το falha στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης falha στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του falha στο πορτογαλικά.

Η λέξη falha στο πορτογαλικά σημαίνει ελάττωμα, ψεγάδι, ελάττωμα, μειονέκτημα, ελάττωμα, λάθος, σφάλμα, αδύνατο σημείο, σταμάτημα, ρήγμα, λάθος, πρόβλημα, μη εμφάνιση, κενό, αποτυχία να κάνω κτ, ρήγμα, λάθος, σφάλμα, αδυναμία, ελάττωμα, λάθος, το ανισόπεδο, αποτυχία, αυτοκτονία, αψεγάδιαστος, κάθε φορά, πρόβλημα, τεκτονικό ρήγμα, αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος, κατάρρευση συστήματος, διακοπή, αν θυμάμαι καλά, πρόβλημα, τεχνική ποινή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης falha

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A pedra preciosa não tinha falhas.
Το πετράδι δεν είχα καμία ατέλεια.

ψεγάδι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia algumas falhas no plano de Dan para o futuro.
Το σχέδιο του Νταν για το μέλλον έμπαζε από κάπου.

ελάττωμα, μειονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Frank tem muitos defeitos, sendo o maior sua impaciência.

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William deve ter alguma falha de caráter que o faz mentir.
Πρέπει να υπάρχει κάποιο ελάττωμα στο χαρακτήρα του Γουίλιαμ που τον κάνει να ψεύδεται.

λάθος, σφάλμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O comportamento de Tom mostrava uma grande falha de julgamento.
Η συμπεριφορά του Τομ έδειχνε ένα μεγάλο σφάλμα στην κρίση του.

αδύνατο σημείο

(falta, falha)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταμάτημα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A falha da máquina interrompeu a produção o dia inteiro.
Η διακοπή λειτουργίας της μηχανής σταμάτησε την παραγωγή για μια ολόκληρη ημέρα.

ρήγμα

substantivo feminino (em rocha) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os sismólogos encontraram uma falha que estava causando os terremotos.
Οι σεισμολόγοι βρήκαν το ρήγμα που προκαλούσε τους σεισμούς.

λάθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O político não conseguia ver a falha em seu argumento.

πρόβλημα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μη εμφάνιση

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A falha do jogador significava que seu oponente havia vencido.

κενό

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O teste prático vai ajudar você a identificar se há falhas no que você sabe.

αποτυχία να κάνω κτ

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A falha (or: deficiência) na comunicação era responsável pela maior parte dos conflitos entre os empregados.

ρήγμα

substantivo feminino (Geologia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há uma falha aqui perto que causa os terremotos.
Υπάρχει ένα ρήγμα εδώ κοντά που προκαλεί τους σεισμούς.

λάθος, σφάλμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A aluna errou a soma por causa de um erro em seu cálculo.
Η μαθήτρια βρήκε λάθος άθροισμα λόγω ενός σφάλματος στους υπολογισμούς της.

αδυναμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Um dos defeitos do Brian é que ele é muito sensível a críticas.
Ένα από τα ελαττώματα του Μπράιαν είναι ότι είναι υπερευαίσθητος όσον αφορά την κριτική.

λάθος

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το ανισόπεδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O plano era um erro desde o início.
Το σχέδιο ήταν μια αποτυχία από την αρχή.

αυτοκτονία

(figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seria suicídio financeiro investir nessa empresa.
Θα ήταν οικονομική αυτοκτονία να επενδύσεις στην εταιρία του.

αψεγάδιαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul comprou um anel com um diamante perfeito para a noiva.

κάθε φορά

locução adverbial (invariavelmente)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πρόβλημα

substantivo feminino (informática)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ron chamou o cara do T.I. para consertar uma falha técnica no programa.
Ο Ρον κάλεσε τον κουμπιουτερά να διορθώσει ένα σφάλμα στο πρόγραμμα.

τεκτονικό ρήγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατάρρευση συστήματος

substantivo feminino (falha técnica completa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αν θυμάμαι καλά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόβλημα

substantivo feminino (erro de natureza técnica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τεχνική ποινή

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του falha στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.