Τι σημαίνει το gerente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gerente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gerente στο πορτογαλικά.

Η λέξη gerente στο πορτογαλικά σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, καταστηματάρχης, μάνατζερ, διευθυντής, διευθύντρια, υπεύθυνος, υπεύθυνη, διευθυντής, διευθύντρια, βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής, ανώτερο στέλεχος, διευθυντής, διευθύντρια, χαρτοπώλης, χαρτοπώλισσα, διευθυντής ξενοδοχείου, συνδιαχειριστής, διευθυντής, διευθύντρια, υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διευθυντής πωλήσεων, διευθυντής καταστήματος, υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός, βοηθός διευθυντή, γενικός διευθυντής, διευθυντής προϊόντος, project manager, διευθυντής, διευθύντρια, υπεύθυνος πιστωτικού ελέγχου, Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ, υπεύθυνος λειτουργίας, διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής, επικεφαλής έργου, υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων, επιμετρητής ποσοτήτων, διαχειριστής εγκαταστάσεων, διευθυντής εστιατορίου, διευθύντρια εστιατορίου, εργοταξιάρχης, αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια, υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών, διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας, διαχειριστής ιστοσελίδας, διαχειρίστρια ιστοσελίδας, διευθυντής τραπεζικού καταστήματος, brander, ειδικός σύμβουλος, διαχειριστής βάσης δεδομένων, γραμμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gerente

διευθυντής, διευθύντρια

(administrador de uma empresa)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
O gerente tinha 50 pessoas trabalhando para ele.
Ο διευθυντής (or: μάνατζερ) είχε πενήντα άτομα υπό την εποπτεία του.

καταστηματάρχης

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μάνατζερ

substantivo feminino (mulher)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διευθυντής, διευθύντρια

substantivo masculino e feminino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υπεύθυνος, υπεύθυνη

Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας.

διευθυντής, διευθύντρια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώτερο στέλεχος

substantivo masculino, substantivo feminino (executivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O gerente-geral recebeu um grande bônus pelo bom desempenho. Os gerentes-gerais controlam os principais aspectos dos negócios.

διευθυντής, διευθύντρια

(pessoa que supervisiona um projeto)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
O diretor era rígido, mas justo.
Ο διευθυντής ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος.

χαρτοπώλης, χαρτοπώλισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

διευθυντής ξενοδοχείου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συνδιαχειριστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής, διευθύντρια

(pessoa que administra uma empresa)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υπεύθυνος γραφείου, διευθυντής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής πωλήσεων

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής καταστήματος

substantivo masculino, substantivo feminino (alguém que gerencia uma loja)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός

βοηθός διευθυντή

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γενικός διευθυντής

(supervisor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής προϊόντος

(alguém que inspeciona o desenvolvimento de produtos)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

project manager

(alguém que avalia o plano de projeto)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διευθυντής, διευθύντρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υπεύθυνος πιστωτικού ελέγχου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ

substantivo masculino, substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνος λειτουργίας

substantivo masculino, substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής

(alguém que supervisiona a fabricação de algo)

επικεφαλής έργου

(chefe de uma tarefa ou programa)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων

(coordenador de tarefa ou programa)

επιμετρητής ποσοτήτων

(custo gerencial de uma construção)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαχειριστής εγκαταστάσεων

(atendimento das questões relacionadas com a infraestrutura)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διευθυντής εστιατορίου, διευθύντρια εστιατορίου

(alguém que gerencia estabelecimento de restaurante)

εργοταξιάρχης

(supervisor de uma área de construção) (υπεύθυνος εργοταξίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια

(único gerente de empresa) (εταιρεία)

υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών

substantivo masculino (cliente empresarial)

διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας

(alguém que lidera um grupo)

διαχειριστής ιστοσελίδας, διαχειρίστρια ιστοσελίδας

(chefe do suporte técnico de website)

διευθυντής τραπεζικού καταστήματος

substantivo masculino e feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

brander

substantivo masculino, substantivo feminino (negócio)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ειδικός σύμβουλος

(consultor com conhecimento especializado)

διαχειριστής βάσης δεδομένων

(άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραμμής

(gerente de linha) (αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vou pedir à minha gerente de linha um conselho antes de falar com o chefe.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gerente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.