Τι σημαίνει το gestos στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gestos στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gestos στο ισπανικά.

Η λέξη gestos στο ισπανικά σημαίνει κίνηση, χειρονομία, χειρονομία, χειρονομία, χειρονομία, κίνηση, χειρονομία, κίνηση, γκριμάτσα, κατσούφιασμα, κάνω χειρονομία, κάνω κίνηση, εξακολούθηση, βοήθεια, αδύναμα, πράξη καλοσύνης, προσποίηση, συμβολική κίνηση, μορφάζω, κούνημα του χεριού, σήκωμα των ώμων, μορφασμός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gestos

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los gestos descontrolados de Paul mientras habla a veces espantan un poco.
Οι άγριες χειρονομίες του Πωλ όταν μιλούσε ήταν κάπως τρομακτικές μερικές φορές.

χειρονομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kate hizo un gesto a su amiga para que se acercase.
Η Κέιτ κάλεσε τον φίλο της να πλησιάσει με μια χειρονομία.

χειρονομία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él levantó sus manos haciendo el gesto universal de rendición.
Σήκωσε τα χέρια του κάνοντας τη χειρονομία παράδοσης που είναι κοινή σε όλο τον κόσμο.

χειρονομία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El gesto grosero de Tim se ganó un castigo de su profesor.
Η προσβλητική χειρονομία του Τιμ του κόστισε μια τιμωρία από τον δάσκαλό του.

χειρονομία, κίνηση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Como gesto amable Jamie le compró flores a la viuda.
Ο Τζέιμ αγόρασε μερικά λουλούδια στην χήρα ως μια ευγενική χειρονομία.

χειρονομία, κίνηση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hizo un gesto de aliento con su mano, como diciendo "Sí".

γκριμάτσα

(έκφραση του προσώπου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Donna no dijó nada, pero su mueca expresaba su disgusto.

κατσούφιασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cara del niño tenía una mueca.

κάνω χειρονομία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ryan hizo gestos hacia el baño, para expresar que iba a aliviarse.
Ο Ράιαν έκανε μια χειρονομία προς το μπάνιο για να δείξει ότι πάει προς νερού του.

κάνω κίνηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adam no dijo anda; solo gesticuló.

εξακολούθηση

(Deportes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Debes tener un buen acompañamiento para jugar bien al golf.
Για να γίνεις ένας καλός παίκτης στο γκολφ κίνησή σου πρέπει να έχει καλή εξακολούθηση.

βοήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδύναμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πράξη καλοσύνης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En un acto de generosidad me dio su sándwich.

προσποίηση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sí, dijo que se ocuparía de ello, pero eran falsas promesas; todos sabemos que no hará nada al respecto.

συμβολική κίνηση

μορφάζω

(πρόσωπο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me doblé del dolor cuando describió el accidente.
Έκανα έναν μορφασμό όταν μου περιέγραψε το ατύχημα.

κούνημα του χεριού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amando hizo un gesto de saludo con la mano cuando vio pasar a Tim.
Η Αμάντα χαιρέτισε τον Τιμ με ένα κούνημα του χεριού καθώς περνούσε.

σήκωμα των ώμων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter no lo sabía, así que simplemente respondió a la pregunta con un encogimiento de hombros.
Ο Πήτερ δεν ήξερε και έτσι απάντησε το ερώτημα με ένα σήκωμα των ώμων του.

μορφασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se echó atrás con un gesto de dolor cuando inserté la aguja.
Αποτραβήχτηκε κάνοντας έναν μορφασμό όταν έβαλα τη βελόνα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(literal)

Ben le hizo un gesto con el dedo pulgar entre el índice y el medio a Stan.

νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El rey le hizo un gesto a su criado para que le trajera una bebida.
Ο βασιλιάς έκανε νόημα στον υπηρέτη του να του φέρει ένα ποτό.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gestos στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.