Τι σημαίνει το ginger στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ginger στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ginger στο Αγγλικά.

Η λέξη ginger στο Αγγλικά σημαίνει πιπερόριζα, πιπερόριζα, με γεύση τζίντζερ, με γεύση πιπερόριζα, με τζίντερ, με πιπερόριζα, πυρρόξανθος, κοκκινοτρίχης, χαλκοκόκκινος, κοκκινοτρίχης, πορτοκαλί, πορτοκαλί, μπεζ, σπιρτάδα, ζωντανεύω, τζιτζιμπίρα, τζιτζιμπίρα, μπισκότο με πιπερόριζα, κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα, πυρόξανθα μαλλιά, μπισκότο με τζίντζερ, κοκκινομάλλης, πιπερόριζα, μπισκότο με τζίντζερ, τσάι με γεύση τζίντζερ, με χαλκοκόκκινα μαλλιά, πορτοκαλί, πάστα τζίντζερ, πάστα πιπερόριζας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ginger

πιπερόριζα

noun (root eaten as a spice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry put some ginger in the soup.
Ο Χάρυ έβαλε λίγο τζίντζερ στη σούπα.

πιπερόριζα

noun (plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel grew ginger in the garden.
Η Ρέιτσελ καλλιεργούσε τζίντζερ στον κήπο.

με γεύση τζίντζερ, με γεύση πιπερόριζα, με τζίντερ, με πιπερόριζα

noun as adjective (flavor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane always orders ginger cake.
Η Τζέιν παίρνει πάντα κέικ πιπερόριζα.

πυρρόξανθος

noun (informal (hair color: bright auburn) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tess's hair was bright ginger.
Τα μαλλιά της Τες είχαν ένα ζωηρό πυρρόξανθο χρώμα.

κοκκινοτρίχης

noun (UK, informal, pejorative, offensive (person with bright auburn hair) (πιθανά μειωτικό)

Your parents are both dark haired, so how come you're a ginger?
Και οι δυο γονείς σου έχουν σκούρα μαλλιά, πώς και εσύ είσαι κοκκινομάλλης;

χαλκοκόκκινος

adjective (informal (hair: bright auburn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The stylist was reluctant to cut my daughter's long ginger hair.
Ο στυλίστας ήταν απρόθυμος να κόψει τα μακριά χαλκοκόκκινα μαλλιά της κόρης μου.

κοκκινοτρίχης

adjective (informal (person: with bright auburn hair) (πιθανά μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
On the flight over, I sat next to a tiny ginger girl.

πορτοκαλί

adjective (cat: orange)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom's cat had two kittens, one ginger and the other a grey tabby.
Η γάτα του Τομ γέννησε δυο γατάκια, ένα πορτοκαλί και ένα γκρι.

πορτοκαλί

adjective (fur: orange)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My cat's fur is ginger and white.

μπεζ

adjective (US (yellowish brown)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom sat on his mother's ginger furniture.

σπιρτάδα

noun (figurative (animation, vigor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωντανεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (make livelier or more exciting) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's ginger up the office party by hiring a professional entertainer to host it.

τζιτζιμπίρα

noun (non-alcoholic ginger drink)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'd like a whisky for myself, please, and three ginger ales for the children.

τζιτζιμπίρα

noun (non-alcoholic ginger drink)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audrey was driving, so she ordered a ginger beer.

μπισκότο με πιπερόριζα

noun (UK (ginger-flavored cookie)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόκκινος γάτος, κόκκινη γάτα

noun (feline with orange fur)

πυρόξανθα μαλλιά

noun (informal (bright auburn hair)

μπισκότο με τζίντζερ

noun (UK (cookie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle grabbed another ginger nut off the plate and ate it.

κοκκινομάλλης

noun (potentially offensive, slang (auburn-haired person, redhead)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone in the family's a ginger nut.

πιπερόριζα

noun (plant eaten as a spice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπισκότο με τζίντζερ

noun (ginger-flavored cookie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandmother kept her cookie jar filled with ginger snaps.

τσάι με γεύση τζίντζερ

noun (hot drink made with ginger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ginger tea is good for the digestion.

με χαλκοκόκκινα μαλλιά

adjective (person: with bright auburn hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πορτοκαλί

adjective (cat: with orange fur)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πάστα τζίντζερ, πάστα πιπερόριζας

noun (ginger root in sugar syrup)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ginger στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.