Τι σημαίνει το grosso στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grosso στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grosso στο πορτογαλικά.

Η λέξη grosso στο πορτογαλικά σημαίνει χοντρός, πλατύς, σε χοντρές φέτες, βαρύς, απότομος, χοντρός, μεγαλύτερο μέρος, χοντρός, σκληρός, αγενής, αγροίκος, όγκος, σκληρός, αγριάνθρωπος, αγροίκος, αυθάδικος, αναιδής, σκληρός, λακωνικός, βρόμικος, που βρίζει, λακωνικός, τραχύς, λακωνικός, λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος, χοντροαλεσμένος, που έχει χοντρό ράμφος, στο περίπου, πάνω - κάτω, εν συντομία, σκάγι, παχύ έντερο, παχύτερος, κουβέρτα, κακομεταχειρίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grosso

χοντρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dava para ver que era de boa qualidade porque o vidro era grosso.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα πάντα ήταν καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα στάχτης.

πλατύς

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O tronco de uma sequóia é extremamente grosso na base.

σε χοντρές φέτες

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kara vestia um suéter laranja grosso.
Η Κάρα φορούσε ένα βαρύ, πορτοκαλί πουλόβερ.

απότομος

(informal, abrupto, rude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χοντρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É mais rápido tricotar esse cachecol se você usar agulhas grandes e um novelo grosso.
Μπορείς να πλέξεις πιο γρήγορα αυτό το κασκόλ, αν χρησιμοποιήσεις μεγάλες βελόνες και χοντρό μαλλί.

μεγαλύτερο μέρος

substantivo masculino (figurado, maior parte)

Eles estão pedindo que o grossol do pagamento seja feita de antemão.
Απαιτούν να εξοφληθεί προκαταβολικά το μεγαλύτερο μέρος του ποσού.

χοντρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela tirou um livro grosso de sua bolsa e abriu na página 1002.
Πήρε ένα χοντρό βιβλίο από την τσάντα της και το άνοιξε στη σελίδα 1002.

σκληρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O tecido é feito com uma fibra grossa.

αγενής, αγροίκος

substantivo masculino (pessoa rude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele é um grosso logo de manhã.

όγκος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O grosso dos eleitores ainda está indeciso.

σκληρός

adjetivo (comida: não refinada)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As fibras brutas no aipo ajudam a limpar o intestino.

αγριάνθρωπος, αγροίκος

adjetivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela só sai com valentões e grossos (or: brutos).
Φαίνεται να επιλέγει μονίμως να βγαίνει με νταήδες και αγριάνθρωπους.

αυθάδικος, αναιδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele me deu uma resposta grosseira e eu dei um tapa nele.

σκληρός

(maneira: má) (τρόποι: κακός, συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela foi bem dura com as crianças. Deveria ter sido mais delicada com elas.
Ήταν πολύ σκληρή με τα παιδιά. Θα έπρεπε να τους φέρεται καλύτερα.

λακωνικός

adjetivo (pessoa) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρόμικος

adjetivo (μεταφορικά, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που βρίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λακωνικός

adjetivo (comentário) (σχόλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τραχύς

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λακωνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος

locução adjetiva

Este creme de leite está meio grosso.

χοντροαλεσμένος

locução adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει χοντρό ράμφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο περίπου, πάνω - κάτω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Υπάρχουν περίπου (or: πάνω-κάτω) τέσσερις δωδεκάδες μήλα στο δέντρο μου. Το κόστος για να χτίσεις το σπίτι σου θα είναι 100.000 δολάρια, στο περίπου.

εν συντομία

Em suma: estou grávida.

σκάγι

(para caça)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παχύ έντερο

Κατά την επέμβαση αφαιρέθηκε τμήμα του παχέος εντέρου του.

παχύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουβέρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A senhora idosa sentou na espreguiçadeira com um cobertor grosso cobrindo os joelhos.
Η ηλικιωμένη κυρία κάθισε στην ξαπλώστρα με μια κουβέρτα στα γόνατά της.

κακομεταχειρίζομαι

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu antigo chefe era sempre grosso comigo.
Το παλιό μου αφεντικό πάντα με κακομεταχειριζόταν.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grosso στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.