Τι σημαίνει το hago στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hago στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hago στο ισπανικά.
Η λέξη hago στο ισπανικά σημαίνει κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, βάζω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνω, κάνει, φτιάχνω, κάνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, παίζω, κάνω, κάνω, βγάζω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, βάζω, πετυχαίνω, κάνω, μαγειρεύω, φτιάχνω, γράφω, κάνω, πηγαίνω, πάω, κάνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, βγάζω, τραβάω, βγάζω, κάνω, κάνω, σκάβω, σκαρώνω, θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω, φτιάχνω, ετοιμάζω, κερδίζω, χτίζω, κτίζω, τηρώ, κάνω, κάνω, ετοιμάζω, τοποθετώ, κάνω, δίνω, κάνω, κάνω, δημιουργώ, κάνω, υποβάλλω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, εκτελώ, φτιάχνω, εμφανίζω, αναγκάζω, χρειάζομαι, παίζω, γυρίζω, στρίβω, επηρεάζω, κάνω, διαλέγω, κακία, πιάνω την καλή, παγίδευση, πλασματική εργασία, τα ναι και τα όχι, εφιστώ την προσοχή σε κτ, βαθουλώνω, κάνω μία ερώτηση, κάνω μια εμφάνιση, αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, το χωνεύω, κάνω δημόσια ανάγνωση, κάνω κλικ σε κπ, παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται, ταιριάζω, τοποθετώ ένα στοίχημα, αποσυντονίζω, το χωνεύω, ταξιδεύω, προσποιούμαι, πραγματοποιώ μια αγορά, πλέκω, ζωγραφίζω, σκιτσάρω, καθοδηγώ, παρεκκλίνω, κάνω αφαίρεση, μουγκανίζω, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, περπατώ επιδεικτικά, κάνω χειρονομίες, παρακολουθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hago
κάνωverbo transitivo (εργασίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué haces esta tarde? Pedro se había retirado y no sabía qué hacer durante el día. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα; |
φτιάχνω, κατασκευάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños hicieron casas con bloques. Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους. |
φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Como artista hizo piezas fabulosas a partir de metal de desecho. Qué linda pintura, ¿tú la hiciste? Ως καλλιτέχνης, έφτιαχνε υπέροχα πράγματα με παλιοσίδερα. Τι ωραίος πίνακας, εσύ τον έφτιαξες; |
φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esa fábrica hace cerrojos. Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες. |
φτιάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los tejedores hicieron un sombrero de hojas de palma. Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα. |
φτιάχνω, κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi madre quiere hacer un pastel para mi fiesta. Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου. |
κάνω, προκαλώ, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los perros hicieron un gran barullo en la calle. Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο. |
βάζω, κάνω(καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mis padres me hacen comer verduras. Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά. |
κάνωverbo transitivo (κπ/κτ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él siempre me hace reír. Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me haces feliz. Με κάνεις χαρούμενο. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Haz lo que yo digo, no lo que yo hago. |
κάνει(π.χ. κρύο, ζέστη) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Hoy hace frío. Necesitarás tu gorro y tus guantes. |
φτιάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La modista podía hacer seis vestidos en un día. |
κάνω(κακό, ζημιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las drogas puedes hacer mucho daño. |
ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo haré los tragos, tú mantén a todos entretenidos. |
κάνωverbo transitivo (ό,τι μπορώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No importa si apruebas el examen o no, sólo haz tu mejor esfuerzo. |
παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Próximamente haremos Hamlet. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No hacemos ese tipo de cosas aquí. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Vamos a hacer un niño! Ας κάνουμε ένα μωρό! |
βγάζωverbo transitivo (μεταφορικά: λόγο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos los candidatos hicieron discursos. Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες. |
πραγματοποιώ(πληρωμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam hace un pago para el coche una vez al mes. Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα. |
φτιάχνωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las chicas deben hacer su cama cada mañana. Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί. |
κάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El presidente va a hacer vicepresidente a Chris. Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο. |
φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cámara legislativa hace las leyes. Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους. |
κάνω(matemáticas) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dos más dos hacen cuatro. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. |
βάζω, πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador hizo un gol en el segundo tiempo. Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No te quedes ahí sentado, ¡haz algo! |
μαγειρεύω, φτιάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a hacer (or: cocinar) un asado este fin de semana. |
γράφωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su próximo proyecto es hacer (or: escribir) un libro sobre la historia de Wimbledon. |
κάνωverbo transitivo (απόσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hicimos (or: recorrimos) quinientas millas en dos días. |
πηγαίνω, πάω(ταξίδι, εκδρομή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visitaremos la Riviera este verano. |
κάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué te convierte en un buen escritor? Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα; |
σχηματίζω, διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leanne siempre forma sus propios juicios muy rápidamente. Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeff gana 80 000 $ al año. |
τραβάω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fotógrafo tomó varias fotos de la novia y el novio. |
κάνω(platos, vasos...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo lavaré los platos puesto que tú cocinaste. Μια και μαγείρεψες εσύ, θα πλύνω εγώ τα πιάτα. |
κάνω(επάγγελμα, δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿A qué te dedicas? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι δουλειά κάνεις; |
σκάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El choque le hizo un agujero a la puerta del auto. |
σκαρώνωverbo transitivo (travesuras, fechorías) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Katie se encerró en su habitación; ¿qué estará haciendo ahí dentro? |
θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω(estudios) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Melanie hace la carrera de medicina. Η Μέλανι θέλει να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική. |
φτιάχνω, ετοιμάζω(καφέ, τσάι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Holly hizo una tetera de infusión de hierbas para sus invitados. Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película hizo $20 millones la primera semana. |
χτίζω, κτίζω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Donald se hará una casa en la costa. Los albañiles empezarán en marzo. |
τηρώ(silencio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente suele hacer un minuto de silencio durante el Día del Armisticio. Οι άνθρωποι τηρούν ενός λεπτού σιγή την Ημέρα Ανακωχής. |
κάνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Haz así con tus manos. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hicieron un gran esfuerzo para llegar aquí a tiempo. |
ετοιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo haré la comida si tú pones la mesa. |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tienen un minuto para hacer sus apuestas. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Hago la llamada por usted? Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα; |
δίνω, κάνω(encargos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría hacer un pedido por una docena más de artículos. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que hacer unos encargos. Έχω να κάνω μερικές δουλίτσες. |
δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hizo muchas amistades en aquellos años. |
κάνω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tus palabras me han hecho pensar. Τα λόγια σου με έκαναν να σκεφτώ. |
υποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella hizo una oferta para adquirir el negocio. Υπέβαλε προσφορά, για να αγοράσει την εταιρεία. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No hagas jugarretas tontas durante la cena. Μην κάνεις καμιά ανοησία στο δείπνο. |
κατασκευάζω, φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe hizo una tabla de surf de un tablón de madera. |
εκτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército a veces hace rescates de montaña en esta zona. |
φτιάχνωverbo transitivo (valija, maleta, bolso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has hecho ya las maletas? Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα; |
εμφανίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El auto hace un ruido como un golpeteo. |
αναγκάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No iré. No puedes obligarme. Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις! |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué se necesita para convencerte? Τι θα πάρει για να πεισθείς; |
παίζω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Quién quiere hacer de Lady Mcbeth? Ποιος θέλει να ερμηνεύσει το ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ; |
γυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él hizo girar el jarrón para que esté orientado mirando a la habitación. Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο. |
στρίβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La calle hizo una curva. |
επηρεάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Estás tratando de hacerme cambiar de opinión? |
κάνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) María hizo giros en el jardín. |
διαλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κακία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anna no necesitaba el coche. Lo cogió por puro rencor porque sabía que tú lo querías. Η Άννα δεν χρειαζόταν το αυτοκίνητο, το πήρε από κακία επειδή ήξερε πως το ήθελες. |
πιάνω την καλή(βγάζω πολλά χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se enriquecieron el año pasado comprando edificios de departamentos. |
παγίδευση(νομικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El acusado protestó diciendo que él era una víctima de inducción. |
πλασματική εργασία
|
τα ναι και τα όχι
Acá hay una lista de normas para tener peces tropicales. |
εφιστώ την προσοχή σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quisiera señalar la importancia de este punto. |
βαθουλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El granizo abolló el techo del coche. |
κάνω μία ερώτηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor dijo a los alumnos, "si no entendéis la materia, por favor, preguntadme". |
κάνω μια εμφάνιση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El cantante participó del concierto de caridad. |
αποπροσανατολίζω, παραπλανώ, μπερδεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puso una pista falsa para despistar al detective. |
ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu generosa forma de disculparte me avergüenza por tener tan mal carácter. |
το χωνεύω(μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Sé que no quieres sentarte junto a ella, pero tendrás que aguantarte y tratar de hacer conversación! |
κάνω δημόσια ανάγνωση(públicamente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κλικ σε κπ(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quiero saber qué te inspira, qué te mueve. |
παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aunque las circunstancias sean duras, debes resignarte y seguir adelante. |
ταιριάζω(σε ζευγάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No me molesta lavar y planchar, pero odio emparejar todas las medias. Δεν με πειράζει το πλύσιμο και το σιδέρωμα, αλλά μισώ να φτιάχνω σε ζευγάρια τις κάλτσες. |
τοποθετώ ένα στοίχημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποσυντονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το χωνεύω(μεταφορικά) |
ταξιδεύω
|
προσποιούμαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El futbolista se cayó agarrándose la pierna, pero el árbitro se dio cuenta de que estaba actuando y no estaba realmente lastimado. |
πραγματοποιώ μια αγορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλέκω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Kelsey le gustaba tejer cuando estaba agobiada. Στην Κέσλεϋ άρεσε να πλέκει όταν είχε άγχος. |
ζωγραφίζω, σκιτσάρω(αφηρημένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Garabateo cuando hablo por teléfono y me ayuda a pensar. Ζωγραφίζω όταν μιλάω στο τηλέφωνο γιατί βοηθάει να σκέφτομαι. |
καθοδηγώ(δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo manejo si tú nos diriges. Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
παρεκκλίνω(φεύγω από το θέμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Divaga tanto que te olvidas de qué trataba su historia. |
κάνω αφαίρεση(μαθηματικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los niños aprenden a sumar y restar en el primer año de escuela. Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν πρόσθεση και αφαίρεση στην πρώτη χρονιά του σχολείου. |
μουγκανίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El niño pequeño mugía cada vez que veía una vaca. |
στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω(ανάλογα το είδος της κίνησης) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las aspas del molino de viento giraban lentamente con la brisa. |
περπατώ επιδεικτικά
Jasmine se contoneó por el pasillo. |
κάνω χειρονομίες
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conferencista gesticuló intensamente durante su discurso apasionado. |
παρακολουθώ(πρόοδο, εξέλιξη, πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Registra tu progreso escribiendo todo lo que hayas logrado cada día. Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hago στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του hago
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.