Τι σημαίνει το hers στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hers στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hers στο Αγγλικά.
Η λέξη hers στο Αγγλικά σημαίνει δικός της, την, της, αυτή, εκείνη, δικός της, δικοί της, αντίθετα προς τη θέληση του, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, Δες το/τον/την!, δίνω πόδι σε κπ, εξοχότητα, κυρία μου, Αυτής Μεγαλειότης, Η Αυτού Μεγαλειότης, βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεων, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, που αφήνεται στη μοίρα του/της, αφήνω κπ ελεύθερο, αποσυντονίζω, μόνος μου, κρατάω κπ σε εγρήγορση, βάζω κπ στη θέση του, θέτω κπ σε επιφυλακή, κάνω ευθανασία σε κπ/κτ, σταματάω να παιδεύω κπ, απολύω, πιστεύω, περί ορέξεως..., η πώς τη λένε;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hers
δικός τηςadjective (she: possessive form) (κτητική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This is her book, not mine. Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου. |
τηνpronoun (she: direct object) (αιτιατική) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Have you seen her today? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δώσε το στυλό σε αυτήν, όχι σε μένα. |
τηςpronoun (she: indirect object) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) You should give her something nice for Christmas. Χάρισέ της κάτι ωραίο για τα Χριστούγεννα. |
αυτή, εκείνηpronoun (she: after a preposition) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I've never met her, but I've heard all about her from my brother. Δεν την ξέρω, αλλά έχω ακούσει πολλά για αυτήν από τον αδερφό μου. |
δικός τηςpronoun (singular: belonging to her) (κτητικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Is that book hers or mine? My dress is OK, but hers is nicer. Εκείνο το βιβλίο είναι αυτηνής ή δικό μου; |
δικοί τηςpronoun (plural: belonging to her) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Are those shoes hers or yours? Hers are the ones with little hearts painted on them. Αυτά τα παπούτσια είναι δικά της ή δικά σου; Τα δικά της είναι αυτά με τις ζωγραφιστές καρδούλες. |
αντίθετα προς τη θέληση τουadverb (in opposition to wishes) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abby was taken to the cabin in the woods against her will. |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούverbal expression (figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The baby's constant crying drove James out of his mind. |
τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβωverbal expression (figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Watching you sunbathe used to drive me out of my mind. |
Δες το/τον/την!interjection (slang (look at that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω πόδι σε κπverbal expression (US, slang (termination of employment) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) After Smith's plan went badly wrong his boss gave him his walking papers. |
εξοχότηταnoun (usually capitalized (title) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His Grace appeared at the king's court last week. Η Εξοχότητά του εμφανίστηκε στην αυλή του βασιλιά την περασμένη εβδομάδα. |
κυρία μουnoun (term of address for a Lady) |
Αυτής Μεγαλειότηςnoun (the Queen) Queen Elizabeth II is known as Her Majesty Queen Elizabeth. |
Η Αυτού Μεγαλειότηςnoun (initialism (Her Majesty) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρετανική Κρατική Υπηρεσία Εκδόσεωνnoun (initialism (Her Majesty's Stationery Office) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αφήνω κπ χωρίς επίβλεψηverbal expression (not supervise [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που αφήνεται στη μοίρα του/τηςadjective (unsupervised, left alone) (αρνητικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφήνω κπ ελεύθεροverbal expression (figurative (release [sb] from restraint, control) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When they saw that he could handle the job, they let him off his leash and he quickly moved up to a higher position. Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση. |
αποσυντονίζωverbal expression (distract [sb]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The loud music made me lose my concentration. |
μόνος μουexpression (without help) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Because of Ellen's autism, it is difficult for her to do things on her own. Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της. |
κρατάω κπ σε εγρήγορσηverbal expression (figurative, informal (keep [sb] alert, ready) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω κπ στη θέση τουverbal expression (figurative (humble) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place. |
θέτω κπ σε επιφυλακήverbal expression (make wary) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The way she looks at me puts me on my guard. |
κάνω ευθανασία σε κπ/κτverbal expression (kill [sb/sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The dog was so ill that the vet said it would be kinder to put him out of his misery. |
σταματάω να παιδεύω κπverbal expression (figurative (finally give an answer, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The judges finally put the contestants out of their misery by announcing the winner. |
απολύωverbal expression (dismiss or fire [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιστεύωverbal expression (believe [sb] is speaking honestly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περί ορέξεως...expression (everyone has different preferences) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Greg likes anchovies and pineapple on his pizza? Well, to each their own. |
η πώς τη λένε;noun (informal (female with forgotten name) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hers στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hers
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.