Τι σημαίνει το horno στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης horno στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του horno στο ισπανικά.

Η λέξη horno στο ισπανικά σημαίνει φούρνος, κλίβανος, κλίβανος, φούρνος, ξηραντήριο, φούρνος, κάμινος, φούρνος, καύσωνας, καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα, ψητός, ψητός, ταψί, ηλεκτρική κουζίνα, σε δύσκολη κατάσταση, υψικάμινος, φούρνος από τούβλα, φούρνος ξήρανσης, δείκτης θερμοκρασίας φούρνου, ροσμπίφ, ψητή πατάτα, λαμαρίνα, λαμαρίνα, ψητό χοιρινό, φούρνος με αέρα, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, φούρνος με ξυλα, ψητή πατάτα με τη φλούδα, ψητό κοτόπουλο, ψητό κρέας με λαχανικά, πατάτες φούρνου, ταψί, περιστροφικός κλίβανος, ψητό κόντρα φιλέτο, γάντια φούρνου, βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος, ψήνω πριν από το γέμισμα, καπνιστήρι, ψήνομαι πριν από το γέμισμα, μαγειρεύω στο φούρνο, λαμαρίνα, φουρνάκι, φόρμες, ασβεστοκάμινος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης horno

φούρνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cena está en el horno y estará lista en una hora.
Το φαγητό είναι στον φούρνο και θα είναι έτοιμο σε μία ώρα.

κλίβανος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los tarros de cerámica tienen que secarse en un horno para endurecerlos.

κλίβανος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los trabajadores fundieron el mineral en el horno.
Οι εργάτες έλιωσαν το μέταλλο στον φούρνο.

φούρνος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El desierto se convertía en un horno durante el día.
Η έρημος μεταμορφώθηκε σε φούρνο κατά τη διάρκεια της ημέρας.

ξηραντήριο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se tratará la madera en un horno durante dos semanas.

φούρνος

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
¡El día es un horno! ¡Estoy sudando como un cerdo!

κάμινος

(voz inglesa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los kilns se calientan mucho más que los hornos regulares.
Τα καμίνια γίνονται πολύ θερμότερα από τους συνηθισμένους φούρνους ψησίματος.

φούρνος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καύσωνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Este va a ser otro día abrasador, así que bebe mucha agua.
Θα έχει καύσωνα πάλι σήμερα, να πιεις πολύ νερό.

καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pollo horneado de Maria es famoso en nuestra familia.
Το ψητό κοτόπουλο της Μαρίας είναι φημισμένο στην οικογένειά μας.

ψητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Para su cumpleaños hizo carne asada y todos los vegetales que van con eso.

ταψί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward calentó aceite en la asadera antes de añadir las patatas.

ηλεκτρική κουζίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σε δύσκολη κατάσταση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υψικάμινος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un alto horno es una instalación industrial donde se procesa el mineral de hierro.

φούρνος από τούβλα

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En esa panadería aún cuecen el pan en un horno de ladrillos.

φούρνος ξήρανσης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δείκτης θερμοκρασίας φούρνου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El termómetro del horno estaba roto, el pavo se cocinó de más y quedó reseco.

ροσμπίφ

(AR)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me encantaba el olor de nuestra casa cuando mi mamá cocinaba carne al horno.
Μου άρεσε πολύ το πώς μύριζε το σπίτι μας, όταν η μαμά μου μαγείρευε ροσμπίφ.

ψητή πατάτα

(AmL)

Su plato preferido es un churrasquito acompañado de papas al horno.

λαμαρίνα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No te olvides de aceitar la fuente de horno para cocinar las papas.

λαμαρίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quite las galletas de la bandeja de horno y deposítelas en un plato.
Τα αντικολλητικά ταψιά είναι πολύ ευκολότερα στο καθάρισμα.

ψητό χοιρινό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cerdo al horno lo cocino sobre un colchón de rodajas de manzanas verdes.

φούρνος με αέρα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los hornos de convección cocinan más rápido al mantener una temperatura constante en todo el horno.

σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La bolsa para cocinar al horno retuvo la grasa y el pavo salió perfecto.

φούρνος με ξυλα

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψητή πατάτα με τη φλούδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes poner muchas cosas dentro a una papa con cáscara al horno, pero yo recomiendo queso y hongos.

ψητό κοτόπουλο

nombre masculino

Mi mujer me encargó que de vuelta a casa pasara por la rotisería para comprar un pollo al horno.

ψητό κρέας με λαχανικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατάτες φούρνου

(AmL)

Hago las papas al horno en la misma asadera en que cocino el pollo.

ταψί

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιστροφικός κλίβανος

nombre masculino (βιομηχανικός φούρνος)

Usan un horno rotativo para cocinar el pan.

ψητό κόντρα φιλέτο

nombre femenino (Argentina) (μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El corte de bola de lomo es ideal para hacerlo al horno con papas.

γάντια φούρνου

(μαγείρεμα, για προστασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βουλιαγμένος στα χρέη,καταχρεωμένος

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba endeudada hasta el cuello y la única solución parecía ser la bancarrota.

ψήνω πριν από το γέμισμα

locución verbal (για ζύμη γλυκού)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καπνιστήρι

(φούρνος για κάπνισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bob compró un horno para ahumar carnes para curar carne.

ψήνομαι πριν από το γέμισμα

locución verbal (για ζύμη γλυκού)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαγειρεύω στο φούρνο

locución verbal (huevo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λαμαρίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Horneamos los muffins en una bandeja para hornear.
Ψήσαμε τα μάφιν σε μια λαμαρίνα.

φουρνάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φόρμες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ασβεστοκάμινος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του horno στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.