Τι σημαίνει το huddled στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης huddled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του huddled στο Αγγλικά.

Η λέξη huddled στο Αγγλικά σημαίνει κουλουριασμένος, μαζεύομαι, τσούρμο, σχηματίζω κύκλο, κύκλος, συμβούλιο, μαζεύομαι, συναντιέμαι, κουλουριασμένος, κουλουριασμένος, μαζεμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης huddled

κουλουριασμένος

adjective (person: limbs close to body)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μαζεύομαι

intransitive verb (crowd closely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hikers huddled around the fire to keep warm in the sudden snowstorm.
Οι πεζοπόροι μαζεύτηκαν γύρω από τη φωτιά για να ζεσταθούν κατά τη διάρκεια της ξαφνικής χιονοθύελλας.

τσούρμο

noun (close group, crowd)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a huddle of people around the pin board where the new team roster was announced.
Υπήρχε ένα τσούρμο ανθρώπων γύρω από τον πίνακα ανακοινώσεων όπου ανακοινώθηκε το ρόστερ της νέας ομάδας.

σχηματίζω κύκλο

intransitive verb (American football: talk strategy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team huddled while the opposing coach argued with the referee.
Η ομάδα σχημάτισε κύκλο ενώ ο προπονητής της αντίπαλης ομάδας μάλωνε με τον διαιτητή.

κύκλος

noun (American football: team gathering)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The players got into a huddle to discuss their options at halftime.
Στο ημίχρονο, οι παίκτες σχημάτισαν κύκλο για να συζητήσουν τις επιλογές τους.

συμβούλιο

noun (short conference)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The managers had a quick huddle to decide what to do with the applicant.

μαζεύομαι, συναντιέμαι

intransitive verb (have a short conference)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The project team huddled to discuss who would do what that day.

κουλουριασμένος

adjective (close together)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The three puppies were huddled up in the armchair.

κουλουριασμένος, μαζεμένος

adjective (limbs drawn close to body)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του huddled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.