Τι σημαίνει το indicar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης indicar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indicar στο ισπανικά.

Η λέξη indicar στο ισπανικά σημαίνει δείχνω, δείχνω, δείχνω, βγάζω φλας, υποδεικνύεται, δίνω οδηγίες, σημαίνω, υποδεικνύω, δηλώνω, σημαίνω, δείχνω, λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ, δείχνω, δείχνω, δείχνω, δείχνω, δηλώνω, υποδηλώνω, δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ, υποδηλώνω, υποδεικνύω, δείχνω, δηλώνω, υποδηλώνω, προδίδω, μαρτυρώ, δείχνω, εκφράζω, δείχνω, υποδεικνύω, δείχνω, χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ, δείχνω με το δάχτυλο, προβάλλω, δείχνω, δείχνω το δρόμο, δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής, ενημερώνω, πληροφορώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, διατάζω κπ να κάνει κτ, διατάζω, προστάζω, καθοδηγώ, κατευθύνω, λέω στη νοηματική, γνέφω σε κπ να συνεχίσει, κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης indicar

δείχνω

(direcciones)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle indicó el edificio de oficinas donde trabaja.
Ο Κάιλ έδειξε το κτίριο γραφείων όπου δουλεύει.

δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La puntuación de Maria en el examen indica un elevado nivel de inteligencia.
Το σκορ της Μαρίας στο διαγώνισμα δείχνει υψηλό επίπεδο ευφυΐας.

δείχνω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El instrumental médico indica que tienes muy alta la presión sanguínea.
Τα μηχανήματα του γιατρού δείχνουν πως έχεις πολύ υψηλή πίεση.

βγάζω φλας

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tienes que indicar siempre para que los demás usuarios viales sepan que vas a girar. // El auto frente a mí indicó a la derecha.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει πάντα να βγάζεις φλας ώστε οι άλλοι χρήστες του δρόμου να ξέρουν πως πρόκειται να στρίψεις.

υποδεικνύεται

(medicina)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Juan tomó los remedios como le indicaron.

δίνω οδηγίες

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les indicaron a los turistas dónde estaba el mausoleo.

σημαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creemos que su silencio indica consentimiento.

υποδεικνύω, δηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En algunos idiomas, formas diferentes de los pronombres indican formalidad.

σημαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La insignia de la estrella indica que es un general.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La abreviatura indica su país de origen.

λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me indicaron que llenara este formulario.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los resultados claramente indicaron que yo tuve razón todo este tiempo.
Τα αποτελέσματα έδειξαν καθαρά ότι είχα δίκιο από την αρχή.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro indicaba doce grados.

δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro indica que estamos a setenta grados.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tiempo frío indica la llegada del otoño.

δηλώνω, υποδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La presencia de los representantes de la empresa en la reunión indica su disposición a negociar.

δείχνω κτ με το δάχτυλο, δείχνω με το δάχτυλο κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella indicó los dulces en la repisa.
Έδειξε με το δάχτυλο τα γλυκά στο ράφι.

υποδηλώνω, υποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω, δηλώνω, υποδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προδίδω, μαρτυρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La grieta de la pared delata la cuestionable integridad estructural del edificio.
Το ρήγμα στον τοίχο προδίδει την αμφίβολη δομική ακεραιότητα του κτιρίου.

δείχνω, εκφράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los perros expresan el miedo a través del lenguaje corporal.

δείχνω, υποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La encuesta muestra su gran impopularidad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro marca 22 grados.
Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς.

χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ

Oliver le clavó el dedo a Adrian en el hombro para enfatizar lo que quería decir.

δείχνω με το δάχτυλο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fue él, dijo el testigo, apuntando al acusado.
Αυτός ήταν, είπε ο μάρτυρας, δείχνοντας με το δάχτυλο τον εναγόμενο.

προβάλλω

verbo transitivo (para apoyar un argumento) (επιχείρημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comportamiento de Jim indica que está comprometido con su trabajo.
Η συμπεριφορά του Τζιμ δείχνει πως είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του.

δείχνω το δρόμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No necesitas darme un mapa, solo indícame el camino. ¿Puede indicarme el camino al baño de mujeres?

δείχνω σε κπ τον δρόμο της επιστροφής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me olvidé cómo llegar al hotel. ¿Alguien podría dirigirme de vuelta, por favor?

ενημερώνω, πληροφορώ

(κπ ότι/πως, κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate informó dónde había visto el auto por última vez a las autoridades.

καθοδηγώ, κατευθύνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El supervisor daba instrucciones al aprendiz para operar la máquina.
Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος.

διατάζω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El hombre les ordenó a sus hijos que limpiasen la casa.

διατάζω, προστάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora ordenó a los estudiantes estudiar en silencio mientras ella salía un momento al pasillo.

καθοδηγώ, κατευθύνω

(κυριολεξία: πρόσβαση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes indicarme el camino al museo?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην ανησυχείς! Θα μας οδηγήσει το gps στον προορισμό μας!

λέω στη νοηματική

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dos hablaron con señas para no hacer ruido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για να μην τους καταλάβει κανείς έλεγαν τα νέα τους στη νοηματική.

γνέφω σε κπ να συνεχίσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ

El entrenador la guió en cuanto a la mejor manera de levantar pesas.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indicar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.