Τι σημαίνει το inscrever στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inscrever στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inscrever στο πορτογαλικά.

Η λέξη inscrever στο πορτογαλικά σημαίνει εγγράφω, εγγράφω, εγγράφω, εγγράφω, εγγράφω, αφιερώνω, χαράζω, βάζω, γίνομαι μέλος σε κτ, εγγράφομαι, εγγράφομαι, προσφέρομαι, κάνω αίτηση για επίδομα ανεργίας, λαμβάνω μέρος, κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ, εγγράφομαι, γράφομαι, έχω λίστα γάμου, καταγράφομαι, εγγράφομαι, γράφομαι σε κτ, εγγράφομαι σε κτ, κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε, γράφομαι σε κτ, γράφω κπ σε κτ, εγγράφω κπ σε κτ, σκαλίζω σε πλάκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inscrever

εγγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles inscreveram os filhos na piscina local.
Έγραψαν τα παιδιά τους στην πισίνα της γειτονιάς.

εγγράφω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mãe inscreveu os filhos no acampamento de verão.
Η μητέρα έγραψε τα παιδιά της στην καλοκαιρινή κατασκήνωση.

εγγράφω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda inscreveu sua mãe para um curso de informática para iniciantes de seis semanas.
Η Αμάντα έγραψε τη μητέρα της σε ένα μάθημα υπολογιστών για αρχάριους διάρκειας έξι εβδομάδων.

εγγράφω

verbo transitivo (geometria) (γεωμετρία, γωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγγράφω

verbo transitivo (desenhar dentro) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφιερώνω

verbo transitivo (dedicar) (βιβλίο, δώρο, κτλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαράζω

verbo transitivo (marcar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pai inscreveu o seu filho na corrida.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η μητέρα μου με έγραψε στα μαθήματα κιθάρας.

γίνομαι μέλος σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
É hora de se inscrever no time de vôlei. Os treinos começam na semana que vem.
Καιρός να γραφτείς στην ομάδα βόλεϊ. Η προπόνηση αρχίζει την επόμενη εβδομάδα.

εγγράφομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você se inscreveu no curso de tradução de francês da primavera que vem?
Γράφτηκες στο μάθημα μετάφρασης από τα Γαλλικά την επόμενη άνοιξη;

εγγράφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Inscreveu-se no curso de inglês.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πέρασε στη Φιλοσοφική, αλλά ποτέ δεν πήγε να γραφτεί.

προσφέρομαι

(como voluntário)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando a menininha desapareceu, muitas pessoas se ofereceram para buscá-la.
Όταν εξαφανίστηκε το κοριτσάκι πολλοί προσφέρθηκαν να το ψάξουν.

κάνω αίτηση για επίδομα ανεργίας

(clamar por benefício de desemprego)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαμβάνω μέρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele decidiu entrar no concurso para ver se podia vencer.
Αποφάσισε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για να δει αν θα μπορούσε να κερδίσει.

κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cathy candidatou-se a três universidades, mas nenhuma a aceitou.
Η Κάθι έκανε αίτηση σε τρία πανεπιστήμια αλλά κανένα δεν τη δέχτηκε.

εγγράφομαι, γράφομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luísa matriculou-se em uma aula de cerâmica no centro comunitário.
Η Λουίζα εγγράφηκε σε ένα μάθημα κεραμικής στο κοινοτικό κέντρο.

έχω λίστα γάμου

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταγράφομαι, εγγράφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γράφομαι σε κτ, εγγράφομαι σε κτ

κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφομαι σε κτ

Ela só se matriculou na faculdade aos vinte e dois anos.
Δε γράφτηκε στο κολέγιο μέχρι την ηλικία των εικοσιδύο.

γράφω κπ σε κτ, εγγράφω κπ σε κτ

σκαλίζω σε πλάκα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inscrever στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.