Τι σημαίνει το instigar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης instigar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του instigar στο πορτογαλικά.

Η λέξη instigar στο πορτογαλικά σημαίνει ξεκινάω, ωθώ, εξωθώ, παρακινώ, πασχίζω για κτ, ωθώ κπ σε κτ, κάνω κπ να αρχίσει να μιλάει για κτ, τρέφομαι, προκαλώ, κινητοποιώ κπ να κάνει κτ, ωθώ κπ να κάνει κτ, παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, εκνευρίζω, νευριάζω, ωθώ, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, εμφυσώ, δελεάζω, προκαλώ, υποθάλπω, υποκινώ, υποδαυλίζω, προκαλώ, μπριζώνω, υποκινώ πόλεμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης instigar

ξεκινάω

verbo transitivo (κάνω την αρχή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, εξωθώ, παρακινώ

verbo transitivo (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πασχίζω για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ωθώ κπ σε κτ

Ser derrotado em sua última corrida instigou o atleta a fazer esforços maiores.
Η ήττα στον τελευταίο του αγώνα ώθησε τον αθλητή να προσπαθήσει πολύ περισσότερο.

κάνω κπ να αρχίσει να μιλάει για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O artigo do noticiário instigou Tony sobre o assunto dos preços das casas.
Το άρθρο στην εφημερίδα έκανε τον Τόνι να αρχίσει να μιλάει για τις τιμές των κατοικιών.

τρέφομαι

verbo transitivo (μεταφορικά: αναπτύσσομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O pânico instiga os medos das pessoas.
Ο πανικός τρέφεται από τους φόβους των ανθρώπων.

προκαλώ

verbo transitivo (figurativo,)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele instigou uma confusão porque o motorista não o deixava entrar no ônibus.
Προκάλεσε αναστάτωση γιατί ο οδηγός δεν τον άφηνε να μείνει στο λεωφορείο.

κινητοποιώ κπ να κάνει κτ, ωθώ κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ler sobre abusos aos direitos humanos pelo mundo incitou Dan a trabalhar para uma ONG.
Το ότι διάβαζε για τις καταχρήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο ώθησε τον Νταν να εργαστεί σε μια ΜΚΟ.

παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω

verbo transitivo (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Foi a mãe de James que o instigou para se inscrever nos cursos universitários.
Η μητέρα του Τζέιμς ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να κάνει αίτηση για μαθήματα στο πανεπιστήμιο.

εκνευρίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O discurso do político incitou a multidão. O chefe estava incitado porque eu me atrasei cinco minutos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ομιλία του εκνεύρισε το πλήθος και τους έφερε σε παραλήρημα. Είχε νευριάσει επειδή άργησα πέντε λεπτά.

ωθώ

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(exercer pressão contra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμφυσώ

(μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A escrita dela instilou nova vida ao assunto antigo.

δελεάζω

(atrair, seduzir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os colegas de Robert sabiam que ele estava de dieta, mas ficavam o tentando com bolos.
Οι συνάδελφοι του Ρόμπερτ ήξεραν ότι έκανε δίαιτα, αλλά συνέχιζαν να τον δελεάζουν με κέικ.

προκαλώ

(provocar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποθάλπω

verbo transitivo (algo ilícito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκινώ, υποδαυλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπριζώνω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκινώ πόλεμο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του instigar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.