Τι σημαίνει το invadir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης invadir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του invadir στο πορτογαλικά.

Η λέξη invadir στο πορτογαλικά σημαίνει εισβάλλω, εισβάλλω, καταπατώ, εισβάλλω, παραβιάζω, κάνω διάρρηξη, χακάρω, χακάρω, κατακτώ, καταλαμβάνω, παραβιάζω, καταπατώ, θίγω, πλήττω, κάνω διάρρηξη, επηρεάζω, εισβάλλω σε κτ, επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη, διακόπτω, καταλαμβάνω, μπαίνω στα χωράφια κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης invadir

εισβάλλω

verbo transitivo (ocupar à força)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Στον «Πόλεμο των Κόσμων» οι Αρειανοί εισβάλλουν στη Γη.

εισβάλλω, καταπατώ

verbo transitivo (privacidade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Με τα συνεχή τους τηλεφωνήματα καταπατούν την ιδιωτικότητά μας.

εισβάλλω

verbo transitivo (militar) (στρατιωτικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι επικεφαλής του στρατού συζητούν αν πρέπει να πραγματοποιήσουν εισβολή ή όχι.

παραβιάζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω διάρρηξη

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os ladrões invadiram a casa e roubaram diversas peças de joalheria.
Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα.

χακάρω

(figurado, informática) (ζαργκόν, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguém invadiu nossos servidores ontem à noite.
Κάποιος χάκαρε τους σέρβερ μας χτες βράδυ.

χακάρω

(figurado, informática) (ζαργκόν, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele foi julgado e condenado por invadir o banco de dados central da CIA.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δικάστηκε και καταδικάστηκε γιατί χάκαρε την κεντρική βάση δεδομένων της CIA.

κατακτώ, καταλαμβάνω

verbo transitivo (militar: inimigo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O exército invadiu a posição do inimigo.

παραβιάζω, καταπατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A hera do nosso vizinho está invadindo mas ele se recusa a cortá-la.

θίγω, πλήττω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω διάρρηξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os ladrões arrombaram a porta e atacaram o cofre.
Οι ληστές έκαναν διάρρηξη και παραβίασαν το χρηματοκιβώτιο.

επηρεάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η πίεση από τη δουλειά επηρεάζει την προσωπική του ζωή.

εισβάλλω σε κτ

επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακόπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαμβάνω

verbo transitivo (militar) (στρατιωτικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta província foi ocupada por vários países estrangeiros.
Η περιοχή έχει καταληφθεί από διάφορες ξένες χώρες.

μπαίνω στα χωράφια κπ

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του invadir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.