Τι σημαίνει το ir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ir στο πορτογαλικά.

Η λέξη ir στο πορτογαλικά σημαίνει πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, οδηγώ, πηγαίνω, θα κάνω κτ, πάω να κάνω κτ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, πάω, πάω, πηγαίνω, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, φτάνω, θα, προχωρώ, εξελίσσομαι, πηγαίνω, αλλάζω στρατόπεδο, πάω, πάω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω με κτ, περνάω, φεύγω, φεύγω, προχωράω, προχωρώ, εξερευνώ τα βάθη, πηδιέμαι, έρχομαι σε αντίθεση με, ξεπερνώ τα όρια, φαλιρίζω, απομακρύνομαι, φεύγω, εισβάλλω, σπρώχνω, ξεκινάω, ξεκινώ, συνεχίζω, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, απομακρύνομαι, φεύγω, αφήνω, παρατώ, πάω πιο γρήγορα, πετάω, βγαίνω, φεύγω, αποχωρώ, οδηγώ προς τα εμπρός, τραβάω το δρόμο μου, φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω, πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι, περνάω, περνώ, συζητώ, καταρρέω, γκρεμίζομαι, αποτυγχάνω, την κάνω, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής, ανθώ, ανθίζω, την κάνω, του δίνω, φεύγω, ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά, βλέπω, φεύγω, γλεντάω, λυγίζω, σε κίνηση, δεν θα, κάντο!, πορεύσου εν ειρήνη, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, την κάνω, φεύγω, κλάμπινγκ, τελευταίο βραδινό ποτό, άδεια εξόδου στη στεριά, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, κλάμπινγκ, πήγαιν' έλα, πηγαινέλα, επιτίθεμαι σε κπ, πάω από το κακό στο χειρότερο, φέρνω, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, πάω ένα βήμα παραπέρα, πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ, φτάνω στα άκρα, ξεκινάω πόλεμο, πάω χαμένος, κατευθύνομαι προς κτ, πάω κατευθείαν σε κτ, τα καταφέρνω, πάω κόντρα στο ρεύμα, ακολουθώ, πηγαινοέρχομαι, παρίσταμαι στο δικαστήριο, παίρνω κάτι με το μαλακό, πάω για ψάρεμα, πάω για κυνήγι, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, αλλάζω κατεύθυνση, πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία, παίρνω την κάτω βόλτα, πάω στην τουαλέτα, πάω στην τουαλέτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ir

πηγαίνω

(partir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É melhor você ir. Está ficando tarde.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

(viajar)

Eu vou para Londres neste verão. Anne foi a Itália nas férias do ano passado. Roberto vai ao mercado todo domingo de manhã.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O trem estava indo em velocidade máxima. A eletricidade vai pelos fios.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas escadas vão ao sótão.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

πηγαίνω

(transcorrer, acontecer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casamento foi muito bom, obrigado.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

θα κάνω κτ

verbo auxiliar (futuro) (μέλλοντας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu vou ser médico.
Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα.

πάω να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake foi afastar um cabelo da bochecha de Leah, mas naquele momento ela se virou.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

(partir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Com licença. Tenho que ir. Há um banheiro por perto?

πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um quarto da renda deles vai para comida.

πάω, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A casa dele foi para o filho mais velho, o conteúdo para o caçula.

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

E o Oscar vai para Steve McQueen!

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A nossa propriedade estende-se por todo o caminho até o rio.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

θα

(futuro)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Quem vai pagar as contas enquanto você estiver fora?
Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις;

προχωρώ, εξελίσσομαι

(mover, avançar) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Até ontem, tudo estava indo muito bem. Estávamos indo a cerca de 30 km/h.
Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω στρατόπεδο

(mudar de lado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smith pediu demissão do governo e foi para a oposição.
Ο Σμιθ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στην αντιπολίτευση.

πάω

(καταφέρνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Como você está indo nesse projeto? Parece que você está se saindo bem com o dever de casa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς τα πας με το έργο;

πάω, πηγαίνω

(bem ou mal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cidade não foi bem durante a seca e precisa de ajuda para enfrentar o inverno.
Η πόλη δεν τα πήγε καλά κατά τη διάρκεια της ξηρασίας και χρειάζεται λίγη βοήθεια για να τα βγάλει πέρα τον χειμώνα.

πάω

(επιδόσεις, πρόοδος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Como seus filhos estão indo na escola? Eu não fui bem na escola.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

πηγαίνω με κτ

(de bicicleta)

Ele anda de bicicleta todos os dias.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

περνάω

(percurso) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A autoestrada estende-se ao longo do vale.

φεύγω

verbo pronominal/reflexivo (tempo: passar) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os fins de semana se vão muito rápido.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

φεύγω

(figurado, morrer) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se foi logo após a meia-noite, com a sua mulher ao seu lado.

προχωράω, προχωρώ

(μεταφορικά ή κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξερευνώ τα βάθη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηδιέμαι

(gíria) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele queria transar, mas ela disse não.

έρχομαι σε αντίθεση με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπερνώ τα όρια

φαλιρίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela perdeu o emprego depois que a companhia faliu.

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο γέρος σταμάτησε και αντάλλαξε μερικούς χαιρετισμούς και σχόλια για τον καιρό με τους κατοίκους του χωριού και μετά απομακρύνθηκε.

φεύγω

(a pé) (περπατώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισβάλλω, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu estava parado no ponto de ônibus quando um idiota chocou-se contra mim e me derrubou no chão.
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O exército avançou e lutou contra os romanos.

συνεχίζω

(με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω μπροστά, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não se esqueça de que os relógios serão adiantados esta noite.

φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω

(ir embora discretamente, escapar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tive de me afastar ou acabaria os xingando.
Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω.

φεύγω, αφήνω, παρατώ

(figurado, trabalho)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω πιο γρήγορα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você pode acelerar um pouco? Tem pessoas esperando atrás de você.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να κάνεις λίγο πιο γρήγορα; Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν μετά από εσένα.

πετάω

(de avião)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voamos para São Francisco no verão passado.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o alarme de incêndio soou, todos foram embora pelas saídas de emergência.
Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου.

φεύγω

verbo pronominal/reflexivo (figurado) (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As malas de Tim estão arrumadas e ele está pronto para partir.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

οδηγώ προς τα εμπρός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω το δρόμο μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O policial mandou os garotos seguirem.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

φεύγω διακριτικά, ξεγλιστράω

(ir embora rápida e quietamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Está ficando muito tarde, vou deitar.
Έχει πάει αργά και θα πάω για ύπνο.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela ultrapassou a fronteira.

συζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É uma história longa, não vamos entrar nisso agora.
Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O empreendimento naufragou quando o mercado ruiu.
Η προσπάθεια απέτυχε όταν στέρεψε η αγορά.

αποτυγχάνω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sindicato convocou uma greve depois das negociações sobre os benefícios de aposentadoria fracassarem.
Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης.

την κάνω

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά

πηγαίνω με πόρνες, πηγαίνω σε πόρνες, πηγαίνω σε οίκο ανοχής

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθώ, ανθίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os negócios na nova loja de bolos estão prosperando.
Οι δουλειές στο νέο μαγαζί με τις τούρτες πάνε καλά.

την κάνω, του δίνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά

βλέπω

(consultar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu preciso ver (or: ir a) o médico.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

φεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela se foi sem dizer uma palavra.

γλεντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tudo que ela faz é festejar e dormir.

λυγίζω

(BRA, aeronáutica) (έλεγχος κλίσης αεροσκάφους: φτερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σε κίνηση

(figurado, informal, pessoa agitada)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Meus filhos nunca ficam parados! Estão sempre indo para cima e para baixo. Estou tão ocupado o dia inteiro; estou indo para cima e para baixo de manhã até a noite.
Είμαι πολύ απασχολημένη όλη την ημέρα. Είμαι στο πόδι από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου.

δεν θα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάντο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quer comprar um carro novo? Vai fundo!

πορεύσου εν ειρήνη

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άι στο διάολο, άι στο διάβολο

locução verbal (αγενές, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Vá para o inferno! Você me dá nojo!

την κάνω

(eu tenho de ir agora)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu sei que estou atrasado para o almoço. Estou saindo agora!
Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα!

κλάμπινγκ

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τελευταίο βραδινό ποτό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδεια εξόδου στη στεριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κλάμπινγκ

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πήγαιν' έλα, πηγαινέλα

expressão (aparecendo e sumindo) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επιτίθεμαι σε κπ

Os dois boxeadores foram com fúria um contra o outro.

πάω από το κακό στο χειρότερο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde que comprei aquele livro de autoajuda minha vida tem ido de mal a pior.

φέρνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você poderia ir pegar a bolsa que deixei lá no carro?

πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A festa acabou, está na hora de ir para casa.
Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι.

πάω ένα βήμα παραπέρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esse ano, a equipe foi um passo adiante e ganhou ambas as competições da compra nacional.

πάω για ύπνο, πάω να κοιμηθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Já passou da meia noite e é minha hora de ir para a cama.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και είναι ώρα να πάω για ύπνο.

φτάνω στα άκρα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Atletas de ponta são preparados para ir a extremos para conquistar o sucesso.

ξεκινάω πόλεμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Grã-Bretanha foi à guerra contra a Alemanha em 1914.

πάω χαμένος

(desperdiçar)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Um novo estudo mostrou que 50 porcento da comida do mundo vai para o lixo.
Μια νέα μελέτη ανακάλυψε ότι το 50 τις εκατό της τροφής παγκοσμίως πάει χαμένο.

κατευθύνομαι προς κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω κατευθείαν σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Em Hollywood, uma nomeação ao Oscar é um sinal de que você alcançou o sucesso.
Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει.

πάω κόντρα στο ρεύμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu abro caminho pela selva. Tu segues atrás.

πηγαινοέρχομαι

(andar de um lado para outro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante o recesso, os alunos têm permissão para ir e vir o quanto quiserem.

παρίσταμαι στο δικαστήριο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω κάτι με το μαλακό

locução verbal (usar, utilizar moderadamente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω για ψάρεμα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω για κυνήγι

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αλλάζω κατεύθυνση

(tomar rumo diferente)

πάω στην εκκλησία, πηγαίνω στην εκκλησία

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω την κάτω βόλτα

expressão verbal (deteriorar, piorar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω στην τουαλέτα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω στην τουαλέτα

expressão verbal (usar o vaso sanitário)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.