Τι σημαίνει το itching στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης itching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του itching στο Αγγλικά.

Η λέξη itching στο Αγγλικά σημαίνει φαγούρα, λαχτάρα, φαγούρα, λαχτάρα, επιθυμία, προκαλώ φαγούρα, προκαλώ φαγούρα, έχω φαγούρα, προκαλώ φαγούρα, ανυπομονώ, δεν κρατιέμαι, ξύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης itching

φαγούρα

noun (skin: irritating sensation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαχτάρα

adjective (figurative (emotion: relating to a longing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φαγούρα

noun (skin irritation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kyle had an itch where the mosquito bit him.
Ο Κάιλ είχε φαγούρα εκεί που τον τσίμπησε το κουνούπι.

λαχτάρα, επιθυμία

noun (figurative (desire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter felt the itch to go traveling.
Ο Πήτερ είχε λαχτάρα να ταξιδέψει.

προκαλώ φαγούρα

intransitive verb (skin, rash, wound: be itchy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rash itched terribly.
Το εξάνθημα με έτρωγε αφόρητα.

προκαλώ φαγούρα

intransitive verb (clothing, fabric: irritate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarah's new shirt was rough and itched uncomfortably.
Το καινούργιο πουκάμισο της Σάρας ήταν τραχύ και την φαγούριζε πολύ.

έχω φαγούρα

intransitive verb (feel skin irritation)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
This chickenpox is driving me crazy; I itch all over.
Η ανεμοβλογιά μου τη δίνει. Έχω φαγούρα παντού.

προκαλώ φαγούρα

transitive verb (cause irritation) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This woolen sweater is itching my back.
Αυτό το μάλλινο πουλόβερ με φαγουρίζει στην πλάτη.

ανυπομονώ

verbal expression (figurative (be impatient for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm itching for the summer holidays to start!
Ανυπομονώ να έρθουν οι διακοπές του καλοκαιριού!

δεν κρατιέμαι

verbal expression (figurative (be impatient to) (καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm itching to tell you the gossip about Mandy ...
Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ...

ξύνω

transitive verb (informal (scratch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim itched the rash on his arm constantly, and it kept getting worse.
Ο Τζιμ έξυνε συνέχεια το εξάνθημα στο μπράτσο του και αυτό όλο και χειροτέρευε.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του itching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.