Τι σημαίνει το justa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης justa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του justa στο πορτογαλικά.

Η λέξη justa στο πορτογαλικά σημαίνει κονταρομαχία, κονταρομαχία, κονταροχτυπιέμαι, δίκαια, δίκαια, δίκαια, αμερόληπτα, αντικειμενικά, αναστάτωση, σύγχυση, ευγενής σκοπός, δίκαιο μερίδιο, καταχρηστική απόλυση, αμφιλεγόμενο ζήτημα, παράπτωμα που μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης, χαμηλοκάβαλο παντελόνι καμπάνα, καυτό σορτσάκι, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, κολάν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης justa

κονταρομαχία

substantivo feminino (histórico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κονταρομαχία

substantivo feminino (torneio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κονταροχτυπιέμαι

(histórico) (με άλογα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίκαια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Os recursos deveriam ser divididos igualmente entre todos os cidadãos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ιστορία δεν κρίνει πάντα δίκαια τους ανθρώπους.

δίκαια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As crianças dividiram os doces igualmente.
Τα παιδιά μοιράστηκαν τα γλυκά δίκαια.

δίκαια, αμερόληπτα, αντικειμενικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αναστάτωση, σύγχυση

(situação embaraçosa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nós ficamos numa saia justa quando as pessoas descobriram a verdade depois de termos mentido. Agora você conseguiu. Olhe a saia justa em que nos meteu.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα ψέμματα που είπαμε μας έβαλαν σε μεγάλο μπέρδεμα όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια. Τώρα το έκανες. Κοίτα σε τι μπέρδεμα μας έβαλες.

ευγενής σκοπός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίκαιο μερίδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταχρηστική απόλυση

(demissão injusta de emprego)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμφιλεγόμενο ζήτημα

(política: assunto controverso)

παράπτωμα που μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χαμηλοκάβαλο παντελόνι καμπάνα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καυτό σορτσάκι

φέρνω κπ σε δύσκολη θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα απερίσκεπτα σχόλιά της για την Τζάνετ μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση.

κολάν

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O jogador usou meia justa embaixo das calças.
Ο υπηρέτης φορούσε κολάν κάτω από το παντελόνι του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του justa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.