Τι σημαίνει το ler στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ler στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ler στο πορτογαλικά.

Η λέξη ler στο πορτογαλικά σημαίνει διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, πάω, διαβάζω, μελετάω, μελετώ, διαβάζω, διαβάζω, παίρνω τις μετρήσεις, εκλαμβάνω, συμπεραίνω, κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, τραυματισμός λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, μελετώ, απαριθμώ, παίρνω μέτρηση, διαβάζω για κτ/κπ, διαβάζω στα γρήγορα, διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά, κοιτάω πίσω από τις λέξεις, διαβάζω με ευκολία, κάνω δημόσια ανάγνωση, διαβάζω τη σκέψη κάποιου, παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίστα, διαβάζω λάθος, διαβάζω δυνατά, λέω τα φύλλα του τσαγιού, μελετάω, μελετώ, δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω, διαβάζω δυνατά, ρίχνω μια ματιά σε κτ, διαβάζω από μέσα μου, παίζω χωρίς προβα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ler

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leio os jornais todos os dias.
Διαβάζω εφημερίδα καθημερινά.

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela lê todas as noites antes de dormir.
Διαβάζει κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο.

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha avó não consegue ler.
Η γιαγιά μου δεν ξέρει να διαβάζει.

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O professor lia e as crianças escutavam.
Ο δάσκαλος διάβαζε και τα παιδιά άκουγαν.

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela leu a piada para nós.
Μας διάβασε το ανέκδοτο.

πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ouça com atenção à escrita e note como ela lê.

διαβάζω, μελετάω, μελετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No que se refere à filosofia, prefiro ler a frequentar aulas.

διαβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele consegue ler russo.

διαβάζω

verbo transitivo (por observação) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela leu o céu para ver sinais de tempestade.

παίρνω τις μετρήσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A companhia elétrica envia alguém para ler o medidor todo ano.

εκλαμβάνω

verbo transitivo (interpretar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leio (or: entendo) o artigo como crítica ao governo. O que você acha?
Αυτό το άρθρο το εκλαμβάνω ως αρνητική κριτική προς την κυβέρνηση. Εσύ τι νομίζεις;

συμπεραίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não sei se eu deduzi o mesmo significado dos comentários dele que você.

κάκωση λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης, τραυματισμός λόγω επαναλαμβανόμενης καταπόνησης

substantivo feminino (sigla: Lesão por esforço repetitivo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελετώ

(cuidadosa e atenciosamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν είχα χρόνο να διαβάσω προσεκτικά το άρθρο σου σήμερα το πρωί.

απαριθμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ganhador do prêmio leu uma longa lista de todas as pessoas a quem ele queria agradecer.

παίρνω μέτρηση

(medir, registrar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω για κτ/κπ

Eu li sobre seu acidente nos jornais.
Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα.

διαβάζω στα γρήγορα

(ler algo rapidamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά

(ler de forma apressada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάω πίσω από τις λέξεις

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαβάζω με ευκολία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω δημόσια ανάγνωση

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω τη σκέψη κάποιου

locução verbal (prever as intenções de alguém corretamente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρέπει να διάβασες την σκέψη μου, αυτή η αναφορά είναι ακριβώς ό,τι θα έγραφα κι εγώ.

παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίστα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω λάθος

(ler incorretamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω δυνατά

expressão verbal

O professor leu em voz alta os nomes dos alunos que nunca tinham faltado.

λέω τα φύλλα του τσαγιού

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω δυνατά

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela leu a carta para mim em voz alta pelo telefone.
Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο.

ρίχνω μια ματιά σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jake leu o relatório rapidamente, procurando qualquer menção de problemas.
Ο Τζέικ διάβασε στα γρήγορα την αναφορά, ψάχνοντας τυχόν μνεία σε προβλήματα.

διαβάζω από μέσα μου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω χωρίς προβα

expressão verbal (ρόλος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ler στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.