Τι σημαίνει το lutar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lutar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lutar στο πορτογαλικά.
Η λέξη lutar στο πορτογαλικά σημαίνει αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, αντιμετωπίζω, παλεύω, παίρνω μέρος, παλεύω, παλεύω, παλεύω, πολεμώ, παλεύω, τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω, ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής, αντιμετωπίζω, το παλεύω, το να παλεύω, συγκρούομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, συμπλέκομαι με κπ/κτ, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, πολεμάω, πολεμώ, πολεμάω, πολεμώ, παλεύω, αγωνίζομαι, συγκρούομαι, παλεύω, τσακώνομαι, συμπλέκομαι, παλεύω, παλεύω, μάχομαι, παλεύω, δίνω μάχη, μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, καταλήγω, αγώνας για την επιβίωση, αντίδραση πάλης ή φυγής, παλεύω με κτ, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια, αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μου, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, παλεύω με κπ, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ, πολεμάω, μάχομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω με κπ, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, πολεμάω, παλεύω, πασχίζω, ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, παλεύω με κτ/κπ, παλεύω, τα βάζω με κτ/κπ, παίζω μποξ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lutar
αγωνίζομαι(esporte) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles vão lutar pelo título dos peso-pesados. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele lutou no ringue por doze anos antes de se tornar um ator. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles lutaram para impedir que a escola fosse fechada. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marcos estar lutando para tentar escapar dos captores. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lewis vai lutar com Holyfield esta noite. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele luta contra seus adversários com grande estilo. |
παλεύω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele lutou contra o câncer por sete anos antes de sucumbir. |
παίρνω μέρος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Os soldados lutaram uma batalha. Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη. |
παλεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele teve de lutar com o atacante com um bastão. Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os dois lutaram de faca por dez minutos. Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά. |
παλεύω(μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela combateu o governo e ganhou. Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε. |
πολεμώ(στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles começaram a batalhar de madrugada e a batalha durou o dia todo. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Combateram o inimigo bravamente. |
τσακώνομαι, διαφωνώ, μαλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής(esporte: luta romana) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu lutei no ensino médio mas não na faculdade. Έκανα πάλη στο λύκειο αλλά όχι και στο κολέγιο. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scott achava impossível lutar contra a nevasca. Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα. |
το παλεύω(competir fortemente por) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το να παλεύω(figurado) (μεταφορικά: π.χ. με ιδέα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκρούομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os exércitos russo e alemão lutaram na Batalha de Tannenberg. Τα ρωσικά και γερμανικά στρατεύματα συγκρούστηκαν στη μάχη του Τάνενμπεργκ. |
παλεύω, αγωνίζομαι(να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu estou realmente lutando para entender isso direito porque é importante para mim. Αγωνίζομαι πραγματικά για να το κάνω σωστά, καθώς είναι σημαντικό για μένα. |
συμπλέκομαι με κπ/κτverbo transitivo O exército lutou contra o inimigo. |
παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι(sociedade) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As minorias têm lutado por direitos iguais. Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα. |
πολεμάω, πολεμώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele está lutando contra o câncer. Αγωνίζεται κατά του καρκίνου. |
πολεμάω, πολεμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles lutaram lá por duas semanas e destruíram a maior parte da cidade. Πολέμησαν εκεί για δύο εβδομάδες εκεί και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της πόλης. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não importa o quanto Mathew lute, ele não consegue se livrar das amarras que o prendem. |
συγκρούομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leva anos de treino para que um soldado esteja pronto para lutar. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele e o irmão dele estavam brigando no chão lamacento. Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As meninas lutaram (or: brigaram) até que um professor as separasse. |
συμπλέκομαι, παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παλεύω, μάχομαιverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνω μάχη(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοχθώ, κοπιάζω, πασχίζω(fazer algo com esforço) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você ficaria surpreso com o que é possível se você se esforçar. Θα εκπλαγείς από το τι είναι εφικτό αν κοπιάσεις. |
αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παλεύω, αγωνίζομαι(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você tem que lutar pelos seus direitos. |
παλεύω, αγωνίζομαι(ενάντια σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele lutou contra os novos regulamentos. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αν και είχαν διαφορετικές απόψεις, ο Τζον και η Σάλι κατέληξαν σε συμφωνία. |
αγώνας για την επιβίωση(natureza: lutar para sobreviver) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντίδραση πάλης ή φυγήςexpressão (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παλεύω με κτ
|
αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι(competir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αγωνίζομαι με νύχια και με δόντιαexpressão (lutar ferozmente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αγωνίστηκε γερά αλλά ο αντίπαλος ήταν δυνατότερος. |
πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω(fazer grande esforço para) (να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μουlocução verbal (soldado, ir para guerra) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγωνίζομαι για να επιτύχω κτexpressão (figurado, informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) Ele lutou (or: batalhou) em vão contra o fechamento das fábricas. |
παλεύω με κπverbo transitivo |
πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω(trabalhar duro para conseguir) (να πετύχω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ(achar difícil) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πολεμάω, μάχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παλεύω, αγωνίζομαιexpressão verbal (tentar combater) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παλεύω με κπlocução verbal (literal) Horace lutou corpo-a-corpo com o oponente dele no ringue de wrestling. Os policiais lutaram corpo-a-corpo com os protestantes para deixá-los atrás da barreira. Ο Οράτιος πάλευε με τον αντίπαλό του στο ρινγκ. Οι αστυνομικοί πάλεψαν με τους διαδηλωτές για να τους κρατήσουν πίσω από το εμπόδιο. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) |
πολεμάω, παλεύω, πασχίζω(προσπαθώ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα(informal) (καθομ: για να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παλεύω με κτ/κπverbo transitivo (figurado) |
παλεύω(figurado) (μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack lutou com a garrafa de suco por vários minutos, mas a tampa não saía. Ο Τζακ πάλευε για αρκετά λεπτά με το μπουκάλι του χυμού αλλά το καπάκι δεν έλεγε να βγει. |
τα βάζω με κτ/κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele se opôs à gerência numa tentativa de melhorar as condições dos trabalhadores. Τα έβαλε με τη διοίκηση σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόμενους. |
παίζω μποξexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sean e seu irmão gostavam de lutar boxe. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lutar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του lutar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.