Τι σημαίνει το magic στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης magic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του magic στο Αγγλικά.
Η λέξη magic στο Αγγλικά σημαίνει μαγεία, μαγικά, ταχυδακτυλουργικά, μαγικός, μαγικός, θαυματουργός, μαγεία, εξαφανίζω κτ διά μαγείας, μαύρη μαγεία, μαύρη μαγεία, μαγικό κόλπο, μαγικό φίλτρο, μαγικό χαλί, κόλπο, χρυσή ώρα, μάγος, μαρκαδόρος, μαγικές δυνάμεις, μαγικός ρεαλισμός, μαγικό τρικ, ξόρκι,μαγικό, μαγικό κόλπο, μαγικό ραβδί, ξόρκια, μάγια, μαγική λέξη, λευκή μαγεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης magic
μαγείαnoun (real magic) (η τέχνη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The witches tried to perform magic at solstice. Οι μάγισσες προσπάθησαν να κάνουν μάγια κατά το ηλιοστάσιο. |
μαγικά, ταχυδακτυλουργικάnoun (tricks) She does magic at children's birthday parties. Κάνει μαγικά σε παιδικά πάρτυ γενεθλίων. |
μαγικόςadjective (supernatural) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The frog drank the magic potion and turned into a prince. |
μαγικός, θαυματουργόςadjective (informal (wonderful) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I owe my success as a gardener to this magic fertilizer. |
μαγείαnoun (something amazing) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The music was beautiful, like magic. |
εξαφανίζω κτ διά μαγείαςphrasal verb, transitive, separable (figurative (make [sth] disappear) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαύρη μαγείαnoun (occult arts, witchcraft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαύρη μαγείαnoun (witchcraft, black magic) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Dark magic can be used to steal people's souls. |
μαγικό κόλποnoun (illusion, trick) A famous magic act involves cutting a woman in half. |
μαγικό φίλτροnoun (figurative (instant or fool-proof remedy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When antibiotics were discovered they were considered to be magic bullets. |
μαγικό χαλίnoun (flying rug in fantasy stories) Aladdin traveled around on his magic carpet. |
κόλποnoun (figurative (miraculous remedy) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The magic formula for this dish is to marinate the meat before roasting. |
χρυσή ώραnoun (figurative (photography: sunrise or sunset) (φωτογραφία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μάγοςnoun (shaman or witch doctor) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαρκαδόροςnoun (® (felt-tip pen) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαγικές δυνάμειςplural noun (superhuman or supernatural abilities) I wish I had magic powers like the ability to fly or see through walls. |
μαγικός ρεαλισμός(literature) (λογοτεχνικό κίνημα) |
μαγικό τρικnoun (performance by an illusionist) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The children at the birthday party loved the magic show. |
ξόρκι,μαγικόnoun (incantation or curse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαγικό κόλποnoun (conjuring trick, illusion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The magic trick made the white rabbit seem to disappear. |
μαγικό ραβδίnoun (handheld stick for casting spells) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The wizard waved his magic wand to cast the spell. |
ξόρκια, μάγιαplural noun (literal (incantation, spell) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The magician said the magic words and a rabbit appeared out of the hat. |
μαγική λέξηplural noun (figurative (words which have an effect) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λευκή μαγείαnoun (witchcraft performed for good) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The farmer's sickly sheep were cured by a woman who practised white magic. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του magic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του magic
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.