Τι σημαίνει το mismatch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mismatch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mismatch στο Αγγλικά.

Η λέξη mismatch στο Αγγλικά σημαίνει άνισος, άδικος συνδυασμός, αταίριαστο ζευγάρι, δεν ταιριάζω, ασυμβατικότητα, δεν είμαι ισάξιος, δεν ταιριάζω κτ σωστά, διαφορετικός, αταίριαστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mismatch

άνισος

noun (sports: uneven contest) (αγώνας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The game was a major mismatch; the home team didn't stand a chance.
Ο αγώνας ήταν εντελώς άνισος, η γηπεδούχος δεν είχε καμιά πιθανότητα.

άδικος συνδυασμός

noun (teams, opponents: uneven)

The two chess players were a mismatch, as they had very different ratings.
Ο συνδυασμός των δύο σκακιστών ήταν άδικος καθώς είχαν πολύ διαφορετική θέση στη βαθμολογική κατάταξη.

αταίριαστο ζευγάρι

noun (incompatible relationship)

Lynn and Carl's marriage was a mismatch; I'm not surprised they've divorced.
Υπήρχε μεγάλη ασυμφωνία χαρακτήρων στον γάμο της Λιν με τον Κάιλ και δεν απορώ που χώρισαν.

δεν ταιριάζω

intransitive verb (people: are incompatible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασυμβατικότητα

noun (incompatibility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a mismatch between students' expectations and the careers that are open to them.

δεν είμαι ισάξιος

intransitive verb (rivals, opponents, teams: uneven)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν ταιριάζω κτ σωστά

transitive verb (match incorrectly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The designer mismatched the curtains.
Ο διακοσμητής δεν ταίριαξε σωστά τις κουρτίνες.

διαφορετικός, αταίριαστος

noun (odd socks)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kelsey wore a mismatch of socks because she didn't want to sort them.
Η Κέλσεϋ φόρεσε διαφορετικές κάλτσες γιατί δεν ήθελε να τις χωρίσει σε ζευγάρια.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mismatch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.