Τι σημαίνει το n'importe quoi στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης n'importe quoi στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του n'importe quoi στο Γαλλικά.

Η λέξη n'importe quoi στο Γαλλικά σημαίνει οτιδήποτε, οτιδήποτε, ανοησίες, βλακεία, ανοησία, τρίχες, μπούρδες, ανοησία, βλακεία, παραπλάνηση, παπαριές, μαλακίες, παλαβομάρα, ανοησία, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, βλακείες, ανοησίες, αερολογία, ανοησία, χαζομάρα, βλακεία, βλακεία, ανοησία, σαχλαμάρα, κάτι, οτιδήποτε, σαχλαμάρα, χαζομάρα, μαλακίες, παπαρολογίες, βλακείες, μαλακίες, ψέμα, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, ανοησία, χαζομάρα, σαχλαμάρα, μπούρδα, σάχλα, μπαρούφα, παπάρα, παπαριά, παρλαπίπα, μπαλαφάρα, ασυναρτησίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, αρλούμπες, μπούρδες, σαχλαμάρα, βλακεία, ηλιθιότητα, ανοησίες, χαζομάρες, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, ανοησίες, βλακείες, ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες, ξεφτίλα, ασυνάρτητος, μωρολόγος, τη βγάζω καθαρή, συμφωνώ με όλα, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, παίζω το τελευταίο μου χαρτί, πεθαίνω για κτ, βλακείες!, ανοησίες!, κάνω ανοησίες, κάνω χαζομάρες, λέω ανοησίες, λέω βλακείες, τα θαλασσώνω, ανοησίες, βλακείες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης n'importe quoi

οτιδήποτε

(κάτι)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
N'importe quoi peut arriver.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.

οτιδήποτε

locution adverbiale

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je ferai n'importe quoi pour prouver mon amour pour toi.
Θα κάνω τα πάντα για να σου αποδείξω την αγάπη μου για σένα.

ανοησίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Erin est arrivée en retard au travail en marmonnant des inepties à propos de son réveil qui n'aurait pas marché.
Η Έριν ήρθε αργά στη δουλειά και έλεγε κάτι ανοησίες ότι δεν άκουσε το ξυπνητήρι της.

βλακεία, ανοησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρίχες, μπούρδες

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il dit vraiment n'importe quoi !

ανοησία, βλακεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je pense que ton histoire c'est du n'importe quoi !

παραπλάνηση

(μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παπαριές, μαλακίες

(αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παλαβομάρα, ανοησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
« Le fils du jardinier va aller à Cambridge ? C'est n'importe quoi ! » hurla Lady Fortheringham.

βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βλακείες, ανοησίες

nom féminin pluriel (vulgaire)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Les histoires de John sur son passé sont des conneries.
Οι ιστορίες του Τζον για το παρελθόν του είναι βλακείες.

αερολογία

(familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοησία, χαζομάρα, βλακεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλακεία, ανοησία, σαχλαμάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάτι, οτιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

σαχλαμάρα, χαζομάρα

(populaire) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'éditeur a rejeté le roman de l'auteur, le qualifiant de foutaise sentimentale.

μαλακίες, παπαρολογίες

(très familier) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ne l'écoute pas : il dit que des conneries !

βλακείες

nom féminin pluriel (vulgaire) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαλακίες

nom féminin pluriel (vulgaire) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il dit qu'il parle couramment six langues étrangères ? C'est des conneries. Il n'avait même pas la moyenne en espagnol au lycée !
Λέει πως ξέρει έξι γλώσσες; Αυτά είναι παπαριές -- δεν πέρασε τα Ισπανικά στο γυμνάσιο!

ψέμα

nom féminin (populaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je ne crois pas à cette histoire d'invasion extraterrestre : c'est de la foutaise !

βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες

nom féminin pluriel (populaire)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
N'écoute pas les foutaises de Jeff.

ανοησία, χαζομάρα

(un peu vieilli)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σαχλαμάρα, μπούρδα, σάχλα, μπαρούφα, παπάρα, παπαριά, παρλαπίπα, μπαλαφάρα

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Arrête de dire des âneries !

ασυναρτησίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, αρλούμπες, μπούρδες

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Arrête de dire des âneries !

σαχλαμάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Luc dit vraiment des bêtises parfois !

βλακεία, ηλιθιότητα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοησίες, χαζομάρες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ανοησίες, βλακείες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Arrête de dire des bêtises !
Σταμάτα να λες ανοησίες (or: χαζομάρες)!

ξεφτίλα

(καθομιλουμένη, μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est vraiment nul au violon.

ασυνάρτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μωρολόγος

locution adjectivale

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

τη βγάζω καθαρή

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Curieusement, Joe semble faire toujours n'importe quoi en toute impunité.

συμφωνώ με όλα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête de dire n'importe quoi : la capitale des États-Unis n'est pas Miami !

παίζω το τελευταίο μου χαρτί

(μεταφορικά)

πεθαίνω για κτ

locution verbale (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan aurait donné n'importe quoi pour une cigarette mais ne voulait pas sortir.
Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω.

βλακείες!, ανοησίες!

(vulgaire)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu as gagné au loto ? C'est des conneries !
Κέρδισες το λαχείο; Βλακείες!

κάνω ανοησίες, κάνω χαζομάρες

Elle a fait des bêtises étant jeune mais mentir à la police ! C'est vraiment bête !
Έκανε αρκετές ανοησίες στα νιάτα της, αλλά να πει ψέματα στην αστυνομία; Πόσο χαζός πρέπει να είσαι για να κάνεις κάτι τέτοιο;

λέω ανοησίες, λέω βλακείες

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le nouveau a fait n'importe quoi avec ce projet : je vais devoir tout refaire.
Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή.

ανοησίες, βλακείες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ήταν εμφανές πως η Τζέσικα δεν είχε ιδέα για το θέμα. Έλεγε ανοησίες.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του n'importe quoi στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.