Τι σημαίνει το tout στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tout στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tout στο Γαλλικά.

Η λέξη tout στο Γαλλικά σημαίνει όλος, όλα, όλος, το παν, όλος, το παν, όλοι, όλος, όλος, ολόκληρος, όλος, όλα, εντελώς, παντελώς, ο καλύτερός μου εαυτός, οτιδήποτε, ολόκληρος, όλος, όλα, συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα, καθετί, κάτι, οτιδήποτε, κάθε, σύνολο, ο κάθε, ολόκληρος, ολόκληρος, ολόκληρος, όλος, πλήρης, όλοι ανεξαιρέτως, κατά τη διάρκεια, κλασικός, ό,τι, καθόλου, ενθουσιασμένος, περιβάλλων, μαγειρεμένος, πανεθνικός, παντοδύναμος, μικροσκοπικός, για όλες τις χρήσεις, όλα σε ένα, παντοδύναμος, που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων, εξίσου, σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία, μη ενημερωμένος, ευκολάκι, κοντά, αμέσως, σύντομα, σύντομα, αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί, ολόψυχα, σε λιγάκι, σε λίγο, ακριβώς, σωστά, έτσι, σε αναμονή, προσμονή, τώρα, ακριβώς τώρα, εκτός δρόμου, για πάντα, καθυστέρηση, κωλυσιεργία, τσάντα, σακούλα, περιεκτικός, υπάλληλος γενικών καθηκόντων, αντισταθμιστής κινδύνου, αναχαιτιστής κινδύνου, παιδί για όλες τις δουλειές, τσάντα, απογοήτευση, κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας, mountain boarding, τσάντα, ζαχαρομπίζελο, όχημα ανώμαλου εδάφους, όχημα παντός εδάφους, μου κόβονται τα γόνατα, είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός, παντός εδάφους, σεβόμενος, πάνω από όλα, ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, μόνος μου, κατσαρόλα, κρίση, μανία, γλύκα, πράγματα, πολυπράγμων, περιεκτικός, εύστοχος, έξυπνος, μεγάλη απόσταση, τσάντα, Συμφωνώ!, εσείς οι ίδιοι, που έχει τα εφόδια, ακριβώς, μικροσκοπικός, -, προμαγειρεμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tout

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelqu'un a mangé tous les chocolats. Tous ses camarades de classe sont venus à sa fête d'anniversaire.
Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

όλα

pronom (toutes les choses)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tout s'est mal passé.
Τα πάντα πήγαν στραβά.

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai dépensé tout mon argent.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι.

το παν

pronom (la seule chose qui importe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand on achète une maison, tout repose sur son emplacement.
Η τοποθεσία είναι το παν για την αγορά ενός σπιτιού.

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a renversé toute la soupe par terre.
Έχυσε όλη τη σούπα στο πάτωμα.

το παν

pronom (le plus important)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aime ma femme, elle est tout pour moi !
Αγαπώ τη γυναίκα μου. Είναι το παν για μένα!

όλοι

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tous ces livres doivent être vendus.
Πρέπει να πουληθούν όλα αυτά τα βιβλία.

όλος

adjectif (σύνολο: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai attendu toute l'après-midi.
Περιμένω όλο το απόγευμα.

όλος, ολόκληρος

adjectif (διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons joué aux cartes tout le trajet jusqu'à Paris.
Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι.

όλος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a ronflé pendant toute la pièce.
Ροχάλιζε σε όλη την παράσταση.

όλα

pronom

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est minuit et tout est calme.
Είναι μεσάνυχτα και τα πάντα είναι ήσυχα.

εντελώς, παντελώς

(entièrement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est entré tout couvert de boue.
Ήρθε εντελώς (or: παντελώς) καλυμμένος από λάσπη.

ο καλύτερός μου εαυτός

pronom (δίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma fille n'a peut-être pas gagné le match, mais je suis quand même fière d'elle parce qu'elle a tout donné.
Αν και δεν κέρδισε τον αγώνα, είμαι περήφανος για την κόρη μου γιατί ξέρω πως έβαλε τα δυνατά της.

οτιδήποτε

(κάτι)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
N'importe quoi peut arriver.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.

ολόκληρος, όλος

(entier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a mangé toute la pomme.
Έφαγε ολόκληρο (or: όλο) το μήλο.

όλα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai dû tout acheter juste pour avoir le bonnet vert. J'ai voulu prendre un biscuit mais quelqu'un a tout mangé !

συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα

pronom

Allez, je vous cède le tout à moitié prix !

καθετί

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

κάτι, οτιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

κάθε

adjectif

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nous leur avons donné toutes les occasions de s'excuser.
Τους δώσαμε κάθε δυνατή ευκαιρία να ζητήσουν συγγνώμη.

σύνολο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le tout est plus grand que la somme de ses constituants.
Το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του.

ο κάθε

adjectif (indéfini)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pour moi les voitures se ressemblent presque toutes.
Κάθε αυτοκίνητο μου μοιάζει λίγο πολύ με το άλλο.

ολόκληρος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous prendrons l'ensemble comme un tout.

ολόκληρος

adjectif (complet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était plus que quelques livres, c'était toute une bibliothèque.
Αυτό ήταν κάτι παραπάνω από μερικά βιβλία. Αυτό ήταν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη.

ολόκληρος, όλος

adjectif (la totalité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toute la salle se leva pour applaudir.
Ολόκληρο (or: Όλο) το κοινό σηκώθηκε για να χειροκροτήσει.

πλήρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen accordait toute son attention à Rose.

όλοι ανεξαιρέτως

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά τη διάρκεια

adjectif (durant)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai écrit des emails toute la soirée.
Έγραφα email όλο το βράδυ.

κλασικός

préposition (ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arriver à son cours 10 minutes en retard, c'est tout lui !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κλασικός Χένρυ! Άργησε ακόμα και στον γάμο του!

ό,τι

adjectif

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je prendrai tout le chocolat qu'il reste.
Θα πάρω όσες σοκολάτες μείνουν.

καθόλου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il n'est pas du tout comme son père.
Δεν είναι καθόλου σαν τον πατέρα του.

ενθουσιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Το ενθουσιασμένο κουταβάκι έτρεχε στην αυλή σε κύκλους. Η Νελ ξεκινάει το σχολείο αύριο και είναι ενθουσιασμένη.

περιβάλλων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
L'hôtel est bien situé pour explorer la campagne environnante.
Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε καλή θέση για να εξερευνήσετε τη γύρω ύπαιθρο.

μαγειρεμένος

(nourriture)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Après 20 minutes dans l'eau bouillante, les patates sont cuites.

πανεθνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Une alerte nationale a été lancée concernant l'enfant disparu.
Σήμανε πανεθνικός συναγερμός για το αγνοούμενο παιδί.

παντοδύναμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικροσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il m'a demandé un minuscule bout de ma glace et en a finalement mangé la moitié !

για όλες τις χρήσεις

(nettoyage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Zingo est un nettoyant puissant multi-usages pour les sols, murs et plafonds.

όλα σε ένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce robot de cuisine est tout-en-un : il hache, râpe, mouline et émince.

παντοδύναμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες σε ποικιλία προϊόντων

(τράπεζα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας είναι ο φορέας που επέβαλε τη χρέωση. Γι' αυτό μιλάμε για μονοαπευθυντική έκδοση λογαριασμού.

εξίσου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε επίπεδο πολιτείας, σε όλη την πολιτεία

(ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη ενημερωμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευκολάκι

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il m'a fait signe de venir plus près.
Μας έκανε νόημα να έρθουμε κοντά.

αμέσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est entré dans le pub et a immédiatement demandé à boire.
Παρήγγειλε ένα ποτό αμέσως μόλις μπήκε στην παμπ.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα.

αμέσως, πάραυτα, αυτοστιγμεί

(την ίδια στιγμή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les lumières se sont éteintes immédiatement lorsque j'ai appuyé sur l'interrupteur.

ολόψυχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε λιγάκι, σε λίγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mets la table, s'il te plait, le repas sera bientôt prêt.

ακριβώς, σωστά, έτσι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Oui, absolument, je vois ce que vous voulez dire maintenant.

σε αναμονή, προσμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le chien, impatient, remuait la queue tandis que j'ouvrais sa boîte de pâtée.

τώρα, ακριβώς τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fais tes devoirs maintenant (or: tout de suite) !
Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα!

εκτός δρόμου

nom masculin (pour les voitures, vélo,...)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les 4x4 sont conçus pour le tout-terrain.

για πάντα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

καθυστέρηση, κωλυσιεργία

(néologisme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La procrastination de Simon nous a fait manquer l'échéance.
Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία.

τσάντα, σακούλα

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιεκτικός

nom masculin invariable (familier, péjoratif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπάλληλος γενικών καθηκόντων

(littéraire)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντισταθμιστής κινδύνου, αναχαιτιστής κινδύνου

nom masculin et féminin invariable

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιδί για όλες τις δουλειές

nom masculin et féminin invariable

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mon père était un vrai touche-à-tout : il pouvait quasiment tout réparer.

τσάντα

nom masculin (sac)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a jeté ses affaires dans un fourre-tout et a tracé son chemin.

απογοήτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάστημα που πουλά πολύ φτηνά πράγματα, συνήθως στην τιμή του ενός δολαρίου ή της μίας λίρας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ces lunettes de soleil ne m'ont coûté qu'un euro dans un bazar (or: au tout à un euro). On aurait dit que le cadeau de Julie avait été trouvé dans un bazar (or: dans un tout à un euro).

mountain boarding

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσάντα

nom masculin (sac)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζαχαρομπίζελο

nom masculin invariable (pois) (βοτανική: ποικιλία αρακά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όχημα ανώμαλου εδάφους, όχημα παντός εδάφους

nom masculin invariable (véhicule)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μου κόβονται τα γόνατα

(μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle fond à chaque fois qu'elle le voit.

είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντός εδάφους

adjectif (véhicule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σεβόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

πάνω από όλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter est un homme intelligent, beau et surtout honnête.
Ο Πίτερ είναι έξυπνος, όμορφος και πάνω από όλα τίμιος άντρας.

ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mon patron m'a dit franchement que je n'étais pas fait pour ce travail.

μόνος μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της.

κατσαρόλα

(avec une poignée)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μπορείς να μου φέρεις εκείνη τη μεγάλη κατσαρόλα από το επάνω ράφι; Τη χρειάζομαι για να φτιάξω μαρμελάδα.

κρίση, μανία

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fureur du patron a secoué tout le monde au bureau.
Το ξέσπασμα του αφεντικού τάραξε τους πάντες στο γραφείο.

γλύκα

(ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu es tellement trognon que je pourrais te manger tout cru.

πράγματα

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πολυπράγμων

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιεκτικός

adjectif invariable (familier, péjoratif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύστοχος, έξυπνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'avocate a utilisé des arguments subtils pour convaincre le jury de prendre le parti de son client.
Η δικηγόρος χρησιμοποίησε εύστοχα επιχειρήματα για να επηρεάσει τους ενόρκους προς όφελος του πελάτη της.

μεγάλη απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu veux que je porte ça jusqu'à la maison ?

τσάντα

nom masculin invariable (sac)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai toujours un fourre-tout dans mon sac à dos, au cas où j'aurais besoin de faire des courses en rentrant à la maison.

Συμφωνώ!

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"C'est assez de querelle pour un jour." "Je dis amen à ça !"
«Αρκετά με τους καβγάδες πια!». «Ε, ναι!».

εσείς οι ίδιοι

pronom

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous devrez le faire vous-mêmes.
Πρέπει να το κάνετε εσείς οι ίδιοι.

που έχει τα εφόδια

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακριβώς

(πριν, μετά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les témoins ont déclaré qu'immédiatement avant l'accident, le conducteur était au téléphone.

μικροσκοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alice vivait dans un studio minuscule avec à peine assez de place pour marcher autour du lit.
Η Άλις ζούσε σε ένα μικροσκοπικό στούντιο στο οποίο μετά βίας υπήρχε χώρος να περπατήσει γύρω από το κρεβάτι της.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'idée même de le voir me rend malade.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήξερα ότι είναι ψεύτης από την αρχή αρχή.

προμαγειρεμένος

(plat) (φαγητό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tout στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του tout

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.