Τι σημαίνει το native country στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης native country στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του native country στο Αγγλικά.

Η λέξη native country στο Αγγλικά σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής, εγχώριος, ιθαγενής, καταγωγής, γέννησης, έμφυτος, μητρικός, ντόπιος, ντόπια, Ινδιάνος, Ινδιάνα, ινδιάνικος, γηγενής αμερικάνος, Ινδιάνος, ινδιάνικος, γενέτειρα,πατρίδα, μητρική γλώσσα, γηγενείς, ιθαγενείς, αυτόχθονες, πατρίδα, ντόπιος, που μιλάει τη μητρική του γλώσσα, ιθαγενής, ντόπιος κάτοικος, έμφυτος,εγγενής, μητρική γλώσσα, γενέτειρα, γηγενής, μη ιθαγενής, μη ιθαγενής, δασύουρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης native country

ντόπιος

adjective (born locally)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is a native Texan.
Είναι γέννημα-θρέμμα Τεξανός.

ιθαγενής, γηγενής, εγχώριος

adjective (indigenous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tomato is native to the American continent.
Η ντομάτα είναι γηγενές (or: εγχώριο) φυτό της αμερικανικής ηπείρου.

ιθαγενής

noun (indigenous person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Many of the natives died of disease when the Europeans arrived.
Πολλοί ιθαγενείς (or: αυτόχθονες) πέθαναν από αρρώστιες όταν έφτασαν οι Ευρωπαίοι.

καταγωγής, γέννησης

adjective (land: of origin)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The explorers wandered far from their native land.
Οι εξερευνητές περιηγήθηκαν σε χώρες μακριά από τον τόπο καταγωγής (or: γέννησής) τους.

έμφυτος

adjective (inherent, instinctive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has a native ability to intuit what people are feeling.
Έχει μια έμφυτη ικανότητα να διαισθάνεται τα συναισθήματα των ανθρώπων.

μητρικός

adjective (language: of origin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her native language is Spanish.
Η μητρική της γλώσσα είναι τα ισπανικά.

ντόπιος, ντόπια

noun (person born locally)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is a native of Texas, but he now lives in New York.
Είναι γέννημα-θρέμμα του Τέξας, αλλά πλέον ζει στη Νέα Υόρκη.

Ινδιάνος, Ινδιάνα

noun (Native American person)

Indians living on reservations may lack educational resources.
Οι Ινδιάνοι που ζουν σε καταυλισμούς ενδέχεται να έχουν έλλειψη σε εκπαιδευτικές υποδομές.

ινδιάνικος

adjective (Native American) (σχετικός με Ινδιάνους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We saw a number of people selling Indian blankets beside the road.
Είδαμε κάποιους ανθρώπους να πουλούν Ινδιάνικες κουβέρτες δίπλα στον δρόμο.

γηγενής αμερικάνος, Ινδιάνος

noun (American Indian person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ινδιάνικος

adjective (American Indian)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γενέτειρα,πατρίδα

noun (homeland, mother country)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After six years living abroad, she longed to return to her native land.

μητρική γλώσσα

noun (first language, mother tongue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My native language is English, but I learned French at school.

γηγενείς, ιθαγενείς, αυτόχθονες

plural noun (indigenous inhabitants)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πατρίδα

noun (homeland, country of birth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've been living abroad for 20 years, but I still consider the UK to be my native soil.

ντόπιος

noun ([sb] born in specific place)

που μιλάει τη μητρική του γλώσσα

noun ([sb]: language is their mother tongue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She is not a native speaker, but she speaks so well that you can hardly tell.
Δεν είναι η μητρική της γλώσσα, αλλά μιλάει τόσο καλά που με το ζόρι το καταλαβαίνεις.

ιθαγενής, ντόπιος κάτοικος

adjective (indigenous to)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cranberries are native to North America, but peaches are not.

έμφυτος,εγγενής

adjective (innate, inborn in)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μητρική γλώσσα

noun (first language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My native tongue is English, but I also speak a little French.

γενέτειρα

noun (city of one's birth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γηγενής

adjective (born in the place indicated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη ιθαγενής

adjective (not indigenous to a place)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μη ιθαγενής

adjective (not born to a language)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δασύουρος

noun (Aus (catlike marsupial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του native country στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.