Τι σημαίνει το natural στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης natural στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του natural στο Αγγλικά.

Η λέξη natural στο Αγγλικά σημαίνει φυσικός, φυσικός, φυσικός, φυσικός, βιολογικός, φυσικό ταλέντο, έμφυτο ταλέντο, φυσικό, φυσική, αναίρεση, πεθαίνω από φυσικά αίτια, έμφυτη ικανότητα, έμφυτη στοργή,τρυφερότητα, φυσική ομορφιά, καλλονή, φυσική ομορφιά, έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάση, γνήσιο τέκνο, νόθο,εξώγαμο παιδί, φυσιολογικός τοκετός, φυσικό χρώμα, φυσικός θάνατος, φυσιολογική ανάπτυξη, φυσική καταστροφή, φυσικό περιβάλλον, φυσικό αέριο, έμφυτο χάρισμα,ταλέντο, φυσικός κίνδυνος, φυσική ιστορία, ανοσία, φυσικό ένστικτο, φυσικό δίκαιο, φυσική γλώσσα, φυσική τάξη πραγμάτων, φυσικές πηγές ενέργειας, φυσικό καουτσούκ, φυσική επιστήμη, φυσική επιλογή, κανονική/φυσιολογική κατάσταση, σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό, φυσική πέτρα, φυσική ροπή,τάση, φυσικός κόσμος, φυσικές ίνες, γεννημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης natural

φυσικός

adjective (existing in nature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This bread is made of all natural ingredients.
Αυτό το ψωμί φτιάχνεται από φυσικά συστατικά.

φυσικός

adjective (understandable, expected)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is natural for you to be jealous in this situation.
Είναι φυσικό να ζηλεύεις σε αυτήν την περίπτωση.

φυσικός

adjective (inherent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lake was in its natural state, without waves.
Η λίμνη ήταν στη φυσική της κατάσταση, χωρίς κύματα.

φυσικός

adjective (unadulterated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her hair was a natural auburn shade.
Τα μαλλιά της είχαν μια φυσική καστανοκόκκινη απόχρωση.

βιολογικός

adjective (food: without chemicals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Natural food is becoming more popular every year.
Τα βιολογικά τρόφιμα γίνονται κάθε χρόνο και πιο δημοφιλή.

φυσικό ταλέντο, έμφυτο ταλέντο

noun (informal (person with inherent talent) (κατά λέξη)

He is such a natural at athletic things, that he could excel at any sport.
Είναι γεννημένος αθηλητής και θα μπορούσε να αριστεύσει σε οποιοδήποτε σπορ.

φυσικό

adjective (music: natural, not sharp or flat) (χωρίς δίεση ή ύφεση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Audrey played C natural instead of C sharp.

φυσική

noun (music: natural note)

The white keys on the piano are for the naturals, and the black ones for sharps and flats.
Τα λευκά πλήκτρα στο πιάνο είναι για τις φυσικές και τα μαύρα για τις διέσεις και τις υφέσεις.

αναίρεση

noun (music: natural sign)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Look at the notation; that's a natural, not a sharp.

πεθαίνω από φυσικά αίτια

verbal expression (die of natural causes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
According to the coroner's report, Brown died a natural death.

έμφυτη ικανότητα

noun (inherent talent, aptitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When it comes to horse riding he seems to have a natural ability.

έμφυτη στοργή,τρυφερότητα

noun (inherent fondness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ever since I was a child I have had a natural affection for dogs and cats.

φυσική ομορφιά

noun (attractiveness without cosmetics)

With natural beauty like hers, who needs cosmetics?

καλλονή

noun (woman who is naturally beautiful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As a natural beauty, she never had to work hard to look good.

φυσική ομορφιά

noun (beauty of nature)

έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάση

noun (inherent tendency or inclination)

γνήσιο τέκνο

noun (dated (biological offspring) (ξεπερασμένο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The duke never married but had several natural children by different women.

νόθο,εξώγαμο παιδί

noun (child born to unmarried parents)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The king's natural child had no claim to the throne.

φυσιολογικός τοκετός

noun (labour: no medical intervention)

Most women go to hospitals to have children, but I know a midwife who assists people with natural childbirth.

φυσικό χρώμα

noun (hair: real shade)

Her hair is blond, but I think it's not her natural color. Is that your hair's natural color, or do you dye your hair?
Τα μαλλιά της είναι ξανθά, αλλά δε νομίζω ότι είναι το φυσικό της. Αυτό είναι το φυσικό σου, ή βάφεις τα μαλλιά σου;

φυσικός θάνατος

noun (death resulting from natural causes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My grandfather was killed in an accident, but my grandmother died a natural death.

φυσιολογική ανάπτυξη

noun (normal physical or mental growth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pesticides interfere with the natural development of amphibians.

φυσική καταστροφή

noun (meteorological or geological catastrophe)

φυσικό περιβάλλον

noun (habitat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fish die outside their natural environment.

φυσικό αέριο

noun (fuel consisting largely of methane)

Our natural gas bill was very high last month. I heat my home with natural gas.
Ο λογαριασμός του φυσικού αερίου ήταν πολύ υψηλός τον περασμένο μήνα. Ζεσταίνω το σπίτι μου με φυσικό αέριο.

έμφυτο χάρισμα,ταλέντο

noun (inherent talent, aptitude)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lynn has a natural gift for math.

φυσικός κίνδυνος

noun (potential geological disaster)

φυσική ιστορία

noun (scientific study of plants and animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Unfortunately, many Americans believe that natural history should bow to religious and political ideals.

ανοσία

noun (innate defence against illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some steroids can inhibit the body's natural immunity against diseases.

φυσικό ένστικτο

noun (automatic or innate impulse)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When faced with danger the natural instinct of most animals is to flee.

φυσικό δίκαιο

noun (accepted moral principles)

φυσική γλώσσα

noun (language that has evolved naturally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Programming languages and natural languages have many things in common.

φυσική τάξη πραγμάτων

noun (natural relationship of things)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυσικές πηγές ενέργειας

plural noun (natural fuels and energy)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pollution is harming our natural resources.

φυσικό καουτσούκ

noun (latex made from sap of the rubber tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These gloves are made from plastic, but those are natural rubber.

φυσική επιστήμη

noun (often pl (knowledge of processes in nature) (συνήθως πληθυντικός)

There are many overlaps between the natural sciences and the human sciences.

φυσική επιλογή

noun (Darwinist theory: survival of the fittest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Weaker animals die out due to natural selection.

κανονική/φυσιολογική κατάσταση

noun (normal condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό

noun (unaffected by humans)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In its natural state, the lake was much clearer than it is now.

φυσική πέτρα

noun (rock suitable for sculpting)

φυσική ροπή,τάση

noun (automatic inclination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Parents have a natural tendency to worry about their children.

φυσικός κόσμος

noun (nature, life on earth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Animals, plants, and insects are all part of the natural world.

φυσικές ίνες

noun (spun plant or animal fibre)

In hot climates, clothing made from natural yarn is usually more comfortable. .
Στα ζεστά κλίματα, τα ρούχα από φυσικές ίνες είναι συνήθως πιο άνετα.

γεννημένος

adjective (showing ability from the beginning) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του natural στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του natural

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.