Τι σημαίνει το obedecer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης obedecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obedecer στο πορτογαλικά.

Η λέξη obedecer στο πορτογαλικά σημαίνει υπακούω, υπακούω σε κτ, υπακούω σε κτ, υποτάσσομαι σε κτ, υπακούω σε κτ, υπακούω, συμμορφώνομαι με τις εντολές κπ, συμμορφώνομαι, ακούω, ακούω, συμμορφώνομαι, ακολουθώ, τηρώ, υπακούω/τηρώ κανονισμούς, συμμορφώνομαι με κτ, εναρμονίζομαι με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης obedecer

υπακούω

verbo transitivo (fazer como dito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As crianças devem obedecer aos seus pais.
Τα παιδιά πρέπει να ακούν τους γονείς τους.

υπακούω σε κτ

verbo transitivo

Todos devem obedecer à lei.
Όλοι πρέπει να υπακούουν τους νόμους.

υπακούω σε κτ, υποτάσσομαι σε κτ

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

Tudo no universo obedece às leis da física.
Τα πάντα στο σύμπαν υπακούνε στους νόμους της φυσικής.

υπακούω σε κτ

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

Este carro esportivo obedece ao menor toque no volante.
Αυτό το σπορ αυτοκίνητο ανταποκρίνεται στο ελάχιστο άγγιγμα του τιμονιού.

υπακούω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Linda ensinou seu cachorro a obedecer.

συμμορφώνομαι με τις εντολές κπ

(ordens, autoridade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o juiz mandou que ela entregasse a guarda dos filhos, só lhe restou obedecer.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά από ώρες ανάκρισης από την αστυνομία, ο ύποπτος συμμορφώθηκε.

ακούω

(μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele está sempre em apuros e não obedece.
Μπλέκει πάντα σε μπελάδες και δεν ακούει (or: υπακούει).

ακούω

verbo transitivo (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Obedeça a sua mãe e limpe seu quarto.
Άκου (or: Υπάκουσε) τη μητέρα σου και πήγαινε να καθαρίσεις το δωμάτιό σου.

συμμορφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A empresa foi processada por não cumprir o contrato.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν αρνηθείς να συμμορφωθείς, διατρέχεις κίνδυνο να σου επιβληθεί ποινή.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aline seguiu com cuidado o padrão de tricô do pulôver.

τηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cathy decidiu cumprir as regras.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ως ευσυνείδητοι πολίτες πρέπει να συμμορφωνόμαστε προς τους νόμους.

υπακούω/τηρώ κανονισμούς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρέπει να τηρείς τους κανονισμούς.

συμμορφώνομαι με κτ

Advogados têm que obedecer estritamente às regras de conduta profissional.
Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας.

εναρμονίζομαι με κτ

verbo transitivo

O príncipe deseja que toda a nova arquitetura esteja em conformidade com a arquitetura tradicional. // Esta peça está de acordo com as especificações?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο πρίγκιπας επιθυμεί η νέα αρχιτεκτονική να εναρμονίζεται με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obedecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.