Τι σημαίνει το obter στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης obter στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obter στο πορτογαλικά.

Η λέξη obter στο πορτογαλικά σημαίνει αποκτώ, προκαλώ, αποσπώ, εκμαιεύω, εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ, εκμαιεύω κτ από κτ, προμηθεύομαι, παίρνω, αποκομίζω, εξασφαλίζω, αποσπώ, παίρνω, πιάνω, τσακώνω, γραπώνω, αντλώ κτ από κτ, παίρνω, αποκτάω, αποκτώ, προμηθεύομαι, αποσπώ κτ από κπ, προκαλώ κτ σε κπ, πετυχαίνω, αντλώ, παίρνω, βρίσκω το γινόμενο, έρχομαι, τερματίζω, ικανότητα λήψης επιδοτήσεων, κερδίζω την εμπιστοσύνη, παίρνω διαζύγιο, παίρνω προβάδισμα, φέρνω κέρδος, φέρνω χρήματα, εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ, παίρνω δάνειο, παίρνω απάντηση, παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση, προλαμβάνω, αυξάνω την επιρροή μου, κερδίζω αναγνώριση, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, παίρνω απάντηση, βολιδοσκοπώ, κάνω πλασέ, αποζημιώνομαι για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης obter

αποκτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Após quatro anos em Oxford, Lisa obteve um doutorado.
Μετά από τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Λίζα πήρε διδακτορικό.

προκαλώ

(αντίδραση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack fez dúzias de perguntas à Eliza, mas nenhuma delas o fez obter uma resposta.
Ο Τζακ έκανε δεκάδες ερωτήσεις στην Ελίζα, αλλά καμιά απ' αυτές δεν πήρε απάντηση.

αποσπώ, εκμαιεύω

(informações, respostas) (έμμεσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ

verbo transitivo

Os trabalhadores obtêm cocaína das folhas de coca.
Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας.

εκμαιεύω κτ από κτ

A professora tentou extrair a resposta certa dos alunos.

προμηθεύομαι

verbo transitivo (de um determinado fornecedor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De onde você obteve esses lápis?
Που βρήκες αυτά τα μολύβια;

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκομίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa obteve um lucro no último trimestre.

εξασφαλίζω

verbo transitivo (conseguir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ

(πληροφορίες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O hacker extraiu algumas informações importantes do site do governo.
Ο χάκερ απέσπασε ορισμένες ευαίσθητες πληροφορίες από την ιστοσελίδα της κυβέρνησης.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam tem bastante satisfação em escrever poesia.
Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.

πιάνω

(informal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσακώνω, γραπώνω

(figurado) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conseguimos arranjar um bom negócio para um pacote de fim de semana em Malta.

αντλώ κτ από κτ

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode me dizer onde consigo um relógio como o seu? Você precisa conseguir uma cópia da certidão de nascimento dele.
Μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω ένα ρολόι σαν το δικό σου; Χρειάζεται να πάρεις ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του.

αποκτάω, αποκτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse disco é raro e difícil de adquirir (or: obter).
Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς.

προμηθεύομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Από πού μπορούμε να προμηθευτούμε καλό επιφανειακό χώμα;

αποσπώ κτ από κπ, προκαλώ κτ σε κπ

É difícil provocar uma resposta desta gente quieta.
Είναι δύσκολο να πάρεις μια αντίδραση από εκείνους τους ήσυχους ανθρώπους.

πετυχαίνω

verbo transitivo (ganhar) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa dele conseguiu um grande contrato com o governo.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

αντλώ, παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tira inspiração do seu passado.

βρίσκω το γινόμενο

(matemática) (πολλαπλασιασμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έρχομαι, τερματίζω

(informal: competição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu cavalo ficou em terceiro e eu ganhei duzentos dólares.

ικανότητα λήψης επιδοτήσεων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω την εμπιστοσύνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Consegui ganhar a confiança do nosso mais novo cliente. Ele ganhou a confiança dos gerentes dele através de seu excelente trabalho.
Κατάφερα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του τελευταίου πελάτη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των διευθυντών του με την άψογη δουλειά του.

παίρνω διαζύγιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Βαρέθηκα τις περιπέτειες του άντρα μου με άλλες γυναίκες, θέλω να πάρω διαζύγιο.

παίρνω προβάδισμα

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω κέρδος, φέρνω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω δάνειο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se não pudermos pagar o aluguel em agosto, talvez teremos que obter um empréstimo.

παίρνω απάντηση

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mandei vários e-mails, mas não obtive nenhuma resposta.

παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προλαμβάνω

expressão verbal (antecipar-se)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω την επιρροή μου

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As grandes corporações têm obtido influência com o governo nas últimas décads.

κερδίζω αναγνώριση

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Muitos artigos publicados ajudaram me médico a obter reconhecimento em seu campo de prática médica.

αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω απάντηση

(ser reconhecido por palavras, gestos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βολιδοσκοπώ

(σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του.

κάνω πλασέ

expressão verbal (competição, concurso) (ιπποδρομίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meu cavalo nem sequer obteve uma colocação.

αποζημιώνομαι για κτ

expressão verbal (jurídico)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obter στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.