Τι σημαίνει το ótimo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ótimo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ótimo στο πορτογαλικά.

Η λέξη ótimo στο πορτογαλικά σημαίνει υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, βέλτιστος, τόσο καλός, βέλτιστος, ευτυχής, ωραία, ωραία!, τέλεια!, καλός, ωραίος, τέλειος, άψογος, φανταστικός, τα σπάει, εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, οκ, τέλειος, απίστευτος, απίθανος, τέλειος, έξοχος, βέλτιστος, άριστος, υπέροχος, θαυμάσιος, ύψιστος, εξαίρετος, εξαιρετικός, εντάξει, και ο πρώτος, κορυφαίος, άπαιχτος, πολύ καλός, εντάξει, καλός, εντάξει, καλά, ωραία, τέλειος, υπέροχος, εξαιρετικός, τέλεια!, κοντά είσαι, τέλεια, φίνα, τζιτζί, τέλεια, υπέροχα, άψογα, συγχαρητήρια, καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται, πολύ καλή τιμή, συνεχίζω έτσι, είμαι ωραίος, Σούπερ!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ótimo

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

adjetivo (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O discurso que deste foi ótimo.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

βέλτιστος

adjetivo (καλύτερος δυνατός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τόσο καλός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βέλτιστος

substantivo masculino (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευτυχής

adjetivo (irônico) (ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Perdemos a sessão de teatro, não achamos nenhum lugar para comer e agora começa esse temporal: que ótimo!

ωραία

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ωραία!, τέλεια!

interjeição (gíria, excelente)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καλός, ωραίος

adjetivo (bem apresentada)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele fez uma ótima apresentação.

τέλειος, άψογος, φανταστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα σπάει

interjeição (αργκό, μτφ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O tenista é um ótimo (or: excelente) jogador com habilidades superiores.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο επιθετικός είναι ένας απίστευτος (or: φανταστικός) παίχτης με μεγάλο ταλέντο.

τέλειος, φανταστικός, φοβερός

adjetivo (gíria) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οκ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τέλειος, απίστευτος, απίθανος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen é uma ótima cozinheira; a comida dela tem um gosto incrível.
Η Ελένη είναι απίστευτη μαγείρισσα· το φαγητό της είναι πάντα φοβερό.

τέλειος, έξοχος

adjetivo (figurativo, informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βέλτιστος, άριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπέροχος, θαυμάσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tivemos um ótimo dia na praia.
Περάσαμε μια θαυμάσια μέρα στην παραλία.

ύψιστος, εξαίρετος, εξαιρετικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mel é um excelente remédio para curar feridas.

εντάξει

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você estacionou do outro lado da rua? Está legal!
Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει.

και ο πρώτος

(gíria:excelente, realmente bom) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άπαιχτος

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brian comprou um chapéu novo e incrível; todos os seus amigos estavam com inveja.

πολύ καλός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Não entendo; ele costumava tirar notas muito boas.
Δεν καταλαβαίνω· συνήθιζε να παίρνει πολύ καλούς βαθμούς.

εντάξει

adjetivo (EUA, Austrália, gíria)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλός

(gíria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντάξει, καλά, ωραία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Então muito bem, vejo você amanhã.
Εντάξει τότε, θα σε δω το πρωί.

τέλειος

(BRA, gíria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essa festa foi um arraso.

υπέροχος, εξαιρετικός

adjetivo (extremamente bom)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζέιμς σέρβιρε ένα υπέροχο (or: εξαιρετικό) μπουκάλι κρασί μαζί με το δείπνο.

τέλεια!

interjeição (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Conseguiu o emprego? Que legal!
Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία!

κοντά είσαι

(usado para reconhecer uma boa dica) (μεταφορικά)

τέλεια

(expressar entusiasmo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φίνα, τζιτζί

(BRA, gíria) (παλαιό, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Legal! Você comprou o novo jogo do Senhor dos Anéis!.
Τέλεια! Πήρες το καινούριο παιχνίδι του Άρχοντα των Δακτυλιδιών!

τέλεια, υπέροχα, άψογα

interjeição (irônico) (ειρωνικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ótimo! Ela derramou o café da manhã no chão.

συγχαρητήρια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você tirou A na prova? Muito bem!
Πήρες Α στο τεστ; Συγχαρητήρια!

καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται

(aceitar sugestão ou convite) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ καλή τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
É um ótimo preço para uma máquina com esses recursos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Βρήκα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας και το αγόρασα.

συνεχίζω έτσι

expressão (επιδοκιμασίας)

είμαι ωραίος

expressão verbal (bem-vestido)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

Σούπερ!

interjeição (expressão de entusiasmo) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ótimo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.