Τι σημαίνει το pedaço στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pedaço στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pedaço στο πορτογαλικά.

Η λέξη pedaço στο πορτογαλικά σημαίνει κομμάτι, κομμάτι, τμήμα, μέρος, κομμάτι, κομματάκι, κομμάτι, κομματάκι, κομματάκι, κομμάτι, κομμάτι, κομμάτι, μπιφτέκι, πλάκα, λωρίδα γης, κομμάτι, σταγονόμετρο, πλευρά, κομμάτι, μπάρα, απόσπασμα, επιφάνεια, έκταση, φέτα, ίχνος, κομμάτι, δεκάρι, μεγάλο κομμάτι, μπουκιά, καρδιοκατακτητής, καρδιοκατακτήτρια, μπουκιά, γουλιά, σταλιά, τοπογραφικό σχέδιο, σωματαράς, μπρατσαράς, πιστή αναπαράσταση, κομμάτι κέικ, κομμάτι χαρτί, σανίδα, άχρηστα κομματάκια χαρτί που δημιουργούνται όταν όταν ανοίγονται τρύπες με διακορευτή, θρυμματισμός της επικάλυψης σκυροδέματος, βασιλιάς, νύχι, παπάρα, κομμάτι, κομμάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pedaço

κομμάτι

substantivo masculino (porções separadas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mãe cortou a comida do filho em pequenos pedaços.
Η μητέρα έκοψε το φαγητό του παιδιού της σε μικρότερα κομμάτια.

κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Papai tem de comer o maior pedaço de carne do guisado.
Ο πατέρας τρώει το μεγαλύτερο κομμάτι κρέατος από το στιφάδο.

τμήμα, μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Precisamos recapear esse pedaço da estrada.
Πρέπει να ξαναστρώσουμε αυτό το κομμάτι του δρόμου.

κομμάτι, κομματάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O mecânico usou um pedaço de uma camisa velha para limpar o óleo.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κομμάτι ύφασμα από ένα παλιό πουκάμισο για να σκουπίσει τα λάδια.

κομμάτι, κομματάκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia um pedaço de tecido preso no arame farpado.
Ένα κομματάκι υφάσματος είχε πιαστεί πάνω στο συρματόπλεγμα.

κομματάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há pedaços de bolacha no fundo da bolsa.
Υπάρχουν κομματάκια κράκερ στον πάτο της σακούλας.

κομμάτι

substantivo masculino (porção de um todo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por favor, dê-me um pedaço de torta de maçã.

κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κομμάτι

substantivo masculino (de corda)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Passe-me um pedaço de corda para que eu possa amarrar juntas as tábuas.
Δώσε μου ένα κομμάτι σχοινί για να δέσω τις σανίδες μεταξύ τους.

μπιφτέκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molde a carne de hambúrguer crua em bolos e frite-os delicadamente.

πλάκα

(sabão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu gostaria de um novo pedaço de sabão de lavanda.

λωρίδα γης

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κομμάτι

(bolo, torta, etc.) (από κάτι στρογγυλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταγονόμετρο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η κυβέρνηση μεταδίδει πληροφορίες με το σταγονόμετρο αντί να μας αποκαλύψει την πάσα αλήθεια.

πλευρά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por favor, me veja um pedaço de bife.

κομμάτι

(ολόκληρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela serviu um pedaço de carneiro grelhado com alho e alecrim.

μπάρα

(ολόκληρο, μακρόστενο σχήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela quebrou um pedaço do biscoito e mergulhou no café.

απόσπασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιφάνεια, έκταση

(pequeno pedaço de terra) (συνήθως μικρή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há um pedaço de grama entre o canteiro de flores e o canteiro de legumes.
Υπάρχει μια επιφάνεια με γκαζόν ανάμεσα στο παρτέρι και τον λαχανόκηπο.

φέτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack pegou um pão e cortou duas fatias para si.
Ο Τζακ πήρε το καρβέλι κι έκοψε δύο φέτες για τον εαυτό του.

ίχνος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A polícia tinha certeza de que Paula era culpada, mas não conseguia encontrar uma ponta de evidência contra ela.
Η αστυνομία ήταν σίγουρη πως η Πώλα ήταν ένοχη, αλλά δεν βρήκαν ίχνος στοιχείων εναντίον της.

κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ann serviu-se de outra fatia de bolo.
Η Αν πήρε ένα ακόμα κομμάτι κέικ.

δεκάρι

(pessoa tão atraente que ganha nota dez) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

μεγάλο κομμάτι

(grossa)

μπουκιά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρδιοκατακτητής, καρδιοκατακτήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μπουκιά, γουλιά, σταλιά

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τοπογραφικό σχέδιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σωματαράς, μπρατσαράς

(gir., homem atraente e musculoso) (καθομιλουμένη: για ανδρα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πιστή αναπαράσταση

κομμάτι κέικ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quer um pedaço de bolo?
Θα ήθελες ένα κομμάτι κέικ;

κομμάτι χαρτί

substantivo masculino (pequeno pedaço de papel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σανίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άχρηστα κομματάκια χαρτί που δημιουργούνται όταν όταν ανοίγονται τρύπες με διακορευτή

(sobra de papel quando se usa furador)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θρυμματισμός της επικάλυψης σκυροδέματος

(construção)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βασιλιάς

expressão (pessoa de sucesso, informal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νύχι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παπάρα

(καθομιλουμένη: ψωμί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κομμάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κομμάτι

(ξύλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pedaço στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.