Τι σημαίνει το pegar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pegar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pegar στο ισπανικά.

Η λέξη pegar στο ισπανικά σημαίνει κολλάω, βγάζω, κολλάω, κολλώ, είμαι αποτελεσματικός, χτυπάω, κοπανάω, χτυπάω, δέρνω, κολλάω, κολλώ, κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα, κολλάω, κολλώ, δίνω ξυλιές σε κπ, συγκολλώ, στερεώνω, δέρνω, συγκρατώ, συνδέω, ενώνω, συνενώνω, καρφιτσώνω, κολλάω, κολλώ, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, επικολλώ, χτυπάω, χτυπώ, πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ, βαράω, χτυπάω, ενώνω, ταιριάζω, χτυπάω, χτυπώ, συνδέω, κοπανάω, βαράω, βαρώ, στερεώνω, συγκολλώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, παίρνω, αγοράζω, καρφιτσώνω, ταιριάζω, κοπανάω, χτυπάω, δένω, καλύπτω, ακινητοποιώ, χτυπάω, χτυπώ, κολλάω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, πιάνω, χτυπάω, χτυπώ, κολλάω, δαγκώνω, κελαηδώ, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, τηλεφωνώ, χτυπάω, κάνω αποκοπή κι επικόλληση, κρυφακούω, στήνω αυτί, ρίχνω μία μπουνιά, ρίχνω, χτυπάω τηλέφωνο σε κπ, δεν χτυπάω με δύναμη, πηδάω, πηδώ, φυτρώνω, πάω αντίθετα, χοροπηδάω, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω λάθος, κάνω αντιγραφή κι επικόλληση, προσαρτώ, επισυνάπτω, κολλώ με ταινία, συμφωνώ με, τηλεφωνώ, κολλάω, κολλώ, βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω, χτυπάω, χωρισμός, κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ, μαχαιρώνω κπ σε κτ, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ, τυπώνω κτ σε κτ, κολλάω, κολλάω κτ σε κτ, ζαβλακώνω, που ταιριάζει με, πάω μαζί, ταιριάζω, σφυροκοπώ, σφαλιαρίζω, ζητάω κτ από κπ, κολλάω, κολλώ, μάτι, κλωτσάω, κλοτσάω, κολλάω κτ σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, δένομαι, κολλάω, κατεβάζω, συγκρούομαι, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με τη βέργα, ταιριάζω, δεν ταιριάζω με κτ, ταιριάζω με κτ, ταιριάζω με κπ, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω με ευθεία βολή, τις βρέχω σε κπ, χτυπάω κπ στ' αρχίδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pegar

κολλάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una vez metida la carta, Brian pegó el sobre y lo llevó a la oficina de correos.
Μόλις μπήκε το γράμμα μέσα, ο Μπράιν κόλλησε τον φάκελο και τον πήγε στο ταχυδρομείο.

βγάζω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pegó un grito y corrió hacia ella.

κολλάω, κολλώ

(καθομ: κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella me contagió su resfriado.

είμαι αποτελεσματικός

verbo transitivo (coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Guau! ¡Ese whisky sí que pega!

χτυπάω, κοπανάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, δέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω, κολλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pegó el papel en la pizarra con una mezcla de harina y agua.

κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me pidió ayuda para pegar las figuritas en el cuaderno.

κολλάω, κολλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul juntó y pegó los trozos de la taza rota.
Ο Πωλ κόλλησε τα κομμάτια του σπασμένου φλυτζανιού. Ο ξυλουργός κόλλησε τα δυο κομμάτια ξύλου.

δίνω ξυλιές σε κπ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Tom le gusta que le peguen durante el sexo.
Στον Τομ αρέσει οι σύντροφοί του να του δίνουν ξυλιές.

συγκολλώ, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usa este adhesivo para pegar juntas las piezas.

δέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay gente que piensa que a los niños no se les debe pegar.
Μερικοί πιστεύουν πως δεν πρέπει ποτέ να δέρνεις τα παιδιά.

συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los fabricantes de autos usan cada vez más pegamento para pegar las partes.

συνδέω, ενώνω, συνενώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pegamos las partes del avión a escala con adhesivo.
Συγκολλούμε τα τμήματα του μοντέλου του αεροπλάνου με κόλλα.

καρφιτσώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor pegó los dibujos de los estudiantes por las paredes.
Ο δάσκαλος κρέμασε τις ζωγραφιές των μαθητών στους τοίχους της αίθουσας.

κολλάω, κολλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tara está pegando el póster a la pared.
Η Τάρα κολλάει την αφίσα στον τοίχο.

δέρνω

verbo transitivo (με βέργα, βίτσα, λουρίδα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El padre le pegó con la vara porque se había portado muy mal.

χτυπάω, χτυπώ

(ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick pegó a su amigo en el hombro.

επικολλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tomas esta selección de texto y la pegas aquí, tu ensayo será mucho mejor.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador le pegó a la bola alto en el aire.

πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ

(con ruido)

Antes de llegar al jardín, la manzana se cayó y golpeó en el tejado de la casa.

βαράω, χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh le pegó en la mandíbula al hombre que le había insultado.

ενώνω, ταιριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El carpintero golpeó el clavo con el martillo.

συνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La costurera sujetó los botones como el último paso para arreglar el vestido.
Η μοδίστρα έβαλε τα κουμπιά στο τελευταίο στάδιο της επιδιόρθωσης του φορέματος.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ouch! Me acabo de pegar en el codo con la esquina de la mesa.

στερεώνω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame poner este afiche en la pared.
Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο.

συγκολλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sin querer la golpeé con mi paraguas. // ¡Oye! ¡Me acabas de golpear en la cabeza con esa caja!

παίρνω, αγοράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack se fue al callejón a comprar cocaína.
Ο Τζακ πήγε στο δρομάκι για να αγοράσει λίγη κοκαΐνη.

καρφιτσώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La costurera fijó el dobladillo del vestido.
Η μοδίστρα καρφιτσώνει το στρίφωμα του φορέματος.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La paleta de color de este cuarto combina muy bien.

κοπανάω, χτυπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim golpeó la puerta con el puño.

δένω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nueva silla combina muy bien con esta habitación.

καλύπτω

(con carteles) (με αφίσες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los chicos cubrieron la valla con anuncios del concierto.
Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας.

ακινητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El oficial de policía sujetó al sospechoso contra el piso.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia golpeaba la ventana.

κολλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Crees que la costumbre de que la gente se cosa su propia ropa alguna vez se pondrá de moda de nuevo?
Νομίζεις στ' αλήθεια ότι η συνήθεια να ράβει ο κόσμος μόνος του τα ρούχα του μπορεί να ξαναγίνει της μόδας;

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rhonda dio un cachete a su hijo en el culo cuando dijo una palabrota.

κολλάω

(κτ πάνω σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame pegar este aviso en el tablero.
Άσε να κολλήσω αυτή την ειδοποίηση στην πινακίδα.

δαγκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tortuga mordió la cola del perro y no la soltaba.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κοίτα! Ο σκύλος έχει δαγκώσει το παλτό σου και το τραβάει.

κελαηδώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alguien nos ha delatado —dijo el líder de la banda—. Quiero saber quién ha sido.
«Κάποιος κελάηδησε,» είπε ο αρχηγός της συμμορίας. «Θέλω να μάθω ποιος ήταν».

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

Al soldado le dispararon en la pierna.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

τηλεφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se anima a los radioescuchas a que llamen para hacer comentarios.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

χτυπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En el golf, encuentro más fácil golpear que hacer hoyo.

κάνω αποκοπή κι επικόλληση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para cortar y pegar, primero debes resaltar el texto que quieres mover.

κρυφακούω, στήνω αυτί

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si pegas el oído a la puerta, escucharás lo que dicen.

ρίχνω μία μπουνιά

locución verbal (AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

expresión (καθομ, μτφ: πυροβολώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω τηλέφωνο σε κπ

locución verbal (telefonear, jerga) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν χτυπάω με δύναμη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηδάω, πηδώ

(κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brincó en su lugar varias veces para entrar en calor sin desplazarse.
Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί.

φυτρώνω

locución verbal (persona, coloquial) (για φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El abuelo siempre dice que pegamos el estirón desde la última vez que nos vio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης.

πάω αντίθετα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siento llegar tarde, pero se me pasó la salida para la playa y tuve que pegar la vuelta.

χοροπηδάω

(coloquial) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los niños andan pegando saltos en el jardín.

στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω

locución verbal (AR)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El animal pegó la vuelta y acometió de nuevo hacia mí.

χτυπάω, χτυπώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Golpeó a su hermano en el estómago con el puño.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

χτυπάω λάθος

κάνω αντιγραφή κι επικόλληση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es fácil copiar y pegar texto para moverlo de una parte del documento a otra.

προσαρτώ, επισυνάπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλώ με ταινία

verbo transitivo (ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito que pegues el póster con celo en la pared.

συμφωνώ με

Su discurso armonizaba con mis propias opiniones.

τηλεφωνώ

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Démosle un toque y confirmemos los planes.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

κολλάω, κολλώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los chicos pegaron purpurina y figuras en el papel para hacer una tarjeta de cumpleaños.

βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω

locución verbal (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tenía mucho tiempo, así que pegué mi etiqueta y me marché.
Δεν είχα πολύ χρόνο γι' αυτό έβαλα βιαστικά το ταμπελάκι με το όνομά μου και έφυγα.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρισμός

locución verbal (coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su alcoholismo hizo que agarraran cada uno por su lado.

κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ

locución verbal (με γενική: ενός αρχείου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes cortar y pegar imágenes de internet en el procesador de textos.

μαχαιρώνω κπ σε κτ

El joven apuñaló a su víctima en la pierna.
Ο νεαρός μαχαίρωσε το θύμα του στο πόδι.

παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fue chiquito hasta su adolescencia, cuando de repente pegó el estirón.
Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι.

κολλάω κτ σε κτ, κολλώ κτ σε κτ

Recuerda pegar suficientes estampillas a tu sobre.

τυπώνω κτ σε κτ

Pega la imagen en el vidrio con cuidado.

κολλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω κτ σε κτ

locución verbal

ζαβλακώνω

(coloquial, droga) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El doctor le dio a Jim un medicamento que le pega, pero al parecer no mejora su condición.

που ταιριάζει με

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Crees que este verde pálido pega con el resto de la sala?

πάω μαζί, ταιριάζω

locución verbal (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estos zapatos pegan con esa cartera.
Αυτά Τα παπούτσια ταιριάζουν μ' αυτή την τσάντα.

σφυροκοπώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El boxeador golpeó a su contrincante hasta tirarlo al suelo.
Ο μποξέρ σφυροκόπησε τον αντίπαλό του και τον έριξε στο έδαφος.

σφαλιαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dio un tortazo en la cabeza por ser tan grosero.

ζητάω κτ από κπ

Ten cuidado con Adam; siempre está intentando darle (or: pegarle) un sablazo a la gente.

κολλάω, κολλώ

(κτ σε κτ, κτ πάνω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim pegó el papel pintado a la pared.
Ο Τιμ κόλλησε την ταπετσαρία στον τοίχο.

μάτι

locución verbal (figurado) (δεν κλείνω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"¿No pudiste dormir anoche?". - "No pegué un ojo". Anoche no pegué un ojo con el ruido de la fiesta de los vecinos de al lado.
«Κοιμήθηκες χθες το βράδυ;» - «Δεν κατάφερα να κλείσω μάτι». Δεν έκλεισα μάτι χθες βράδυ, επειδή οι διπλανοί είχαν πάρτι.

κλωτσάω, κλοτσάω

(fútbol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω κτ σε κτ

locución verbal

Luego los niños pegarán sus dibujos personales en una cartulina grande.

χτυπάω, χτυπώ

(κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary atizó a Ken con un periódico.

δένομαι

(AR, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Cuando se conocieron, Mary y Luke pegaron onda por su amor a las películas de terror. Ahora son los mejores amigos.
Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, η Μέρι και ο Λουκ δέθηκαν χάρη στην αγάπη τους για τις ταινίες τρόμου. Σήμερα είναι κολλητοί.

κολλάω

locución verbal (con cinta adhesiva)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina pegó con cinta el agujero de sus vaqueros a modo de arreglo temporal.
Η Νίνα κόλλησε με σελοτέιπ την τρύπα στο παντελόνι της ως προσωρινή επισκευή.

κατεβάζω

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los mellizos, siempre competitivos, hicieron una competencia para ver quién podía pegar tragos de gaseosa más rápido.

συγκρούομαι

(με κάποιον, κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με τη βέργα

(κάποιον άλλον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante su tiempo de pupilo en 1940, a menudo el director lo golpeaba con una vara.
Κατά την παραμονή του στο οικοτροφείο τη δεκαετία του 1940, ο διευθυντής τον έδερνε με τη βέργα συχνά.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Solo he visto a su hermana un par de veces, pero nos caímos bien.
Έχω δει την αδερφή του μόνο κανά δυο φορές αλλά ταιριάξαμε πολύ.

δεν ταιριάζω με κτ

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tanto el suéter como la falda están bonitos, pero creo que el rosa no pega con el naranja.
Η μπλούζα και η φούστα είναι όμορφες, αλλά νομίζω πως το ροζ δεν ταιριάζει με το πορτοκαλί.

ταιριάζω με κτ

Las flores azules y violetas combinan con el follaje plateado.

ταιριάζω με κπ

Shawn conectó inmediatamente con su nuevo cuñado.
Ο Σων ταίριαξε αμέσως με τον νέο του γαμπρό.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¿Cómo te atreves?" dijo Isabel y le pegó a Alan en la cara.

ρίχνω με ευθεία βολή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pegó un batazo de línea al centro del campo y consiguió llegar a la primera base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

τις βρέχω σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Tu padre te va a pegar cuando se entere de esto!

χτυπάω κπ στ' αρχίδια

(vulgar) (κατά λέξη, χυδαίο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pegar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.