Τι σημαίνει το perro στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perro στο ισπανικά.

Η λέξη perro στο ισπανικά σημαίνει σκύλος, σκύλος, κάθαρμα, τομάρι, παλιοτόμαρο, κατοικίδιος σκύλος, σκύλος, μπάτσος, μπατσίνα, κόπρος, κοπρίτης, κυνηγόσκυλο, χάσκι, μπάσταρδο, τσοπανόσκυλο, κόργκι, φοξχάουντ, πεκινουά, σμίλαξ, σμίλη, σκύλος-οδηγός, σκυλίσιος, πόιντερ, χάριερ, έξω από τα νερά μου, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, καυγαδίζω, τσακώνομαι, Προσοχή σκύλος, σκύλος φύλακας, κοπρίτης, ντάκσχουντ, σπάνιελ, ιχνηλάτης, σκύλος εκπαιδευμένος για έρευνα, βολφχάουντ, κυνηγόσκυλο, σκύλος φύλακας, κυνόμυς, φαύλος κύκλος, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, άδεια κατοχής σκύλου, ιδιοκτήτης σκύλου, χοτ ντογκ, κυνηγόσκυλο, ιρλανδικός λυκοθήρας, λαγωνικό της αστυνομίας, σκύλος Αγίου Βερνάρδου, κακός, λυσσασμένο σκυλί, σκύλος για έλκηθρο, σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρηση, λαγωνικό, κυνηγόσκυλο, φύλαξη σκύλου όταν λείπουν οι ιδιοκτήτες, φτιαράκι για τα κακά, lurcher, ντάτσχουντ, αυτός που βγάζει τον σκύλο βόλτα, παραπονεμένο βλέμμα, κάνω πολλές σχέσεις, τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα, αισθάνομαι ωραία, βγάζω τον σκύλο βόλτα, προσέχω τον σκύλο κπ, καρχαρίας, προστάτης, αχυράνθρωπος, ζώο που πιάνει ποντίκια, χνάρι σκύλου, παλιά καραβάνα σε κτ, περίοδος επιφυλακής μετά τη δημοσίευση εφημερίδας, σκληρότριχος σκύλος, δυνατός βήχας, κυνηγόσκυλο, κυνηγόσκυλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perro

σκύλος

nombre masculino (ζώο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Recibió un perro para Navidad.
Της έκαναν δώρο έναν σκύλο για τα Χριστούγεννα.

σκύλος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay muchas razas de perro diferentes.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ράτσες σκύλων.

κάθαρμα, τομάρι, παλιοτόμαρο

(insulto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me desquitaré por esto ¡canalla!

κατοικίδιος σκύλος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκύλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάτσος, μπατσίνα

(ES, coloquial) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Llegaron los perros y nos arrestaron.

κόπρος, κοπρίτης

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Ese chucho mordió mis zapatos otra vez!

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter educó a un sabueso para que fuese a cazar con él.
Ο Πήτερ μεγάλωσε ένα κυνηγόσκυλο για να πηγαίνουν μαζί για κυνήγι.

χάσκι

(σκυλί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un grupo de huskies jalaban el trineo.

μπάσταρδο

(ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσοπανόσκυλο

(perro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un enorme ovejero saltó de repente por encima de la cerca.

κόργκι

(voz inglesa) (ράτσα σκύλων)

φοξχάουντ

(ράτσα κυνηγόσκυλων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεκινουά

(σκυλί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σμίλαξ, σμίλη

(είδος φυτού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκύλος-οδηγός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los labradores se usan tradicionalmente como lazarillos.

σκυλίσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sus grandes ojos son marrones y perrunos.

πόιντερ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάριερ

έξω από τα νερά μου

locución adjetiva (AR, coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El chico de pueblo se sintió como perro en cancha de bochas cuando fue a visitar la ciudad de New York. No me gustó la fiesta, estaba llena de fanáticos del fútbol y me sentí como perro en cancha de bochas.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος

(AR, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estaba más contento que perro con dos colas cuando encontré mis zapatos.

καυγαδίζω, τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Προσοχή σκύλος

expresión (πινακίδα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκύλος φύλακας

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El cartel dice que hay un perro guardián en la dependencia toda la noche.
Η πινακίδα λέει ότι όλη τη νύχτα υπάρχει σκύλος φύλακας στις εγκαταστάσεις.

κοπρίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ντάκσχουντ

(ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Nina le encantan los perros y tiene tres perros salchicha y un pug.

σπάνιελ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Dos perros de aguas salieron por la puerta tan pronto como la abrí.

ιχνηλάτης

(caza)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los cazadores traían dos perros cobradores a todas las cacerías.

σκύλος εκπαιδευμένος για έρευνα

(ναρκωτικά, εκκρηκτικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βολφχάουντ

locución nominal masculina

κυνηγόσκυλο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo dos perros de caza.

σκύλος φύλακας

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los pastores alemanes pueden convertirse en excelentes perros guardianes.
Οι γερμανικοί ποιμενικοί γίνονται άριστοι φύλακες.

κυνόμυς

locución nominal masculina (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los perros de las praderas se organizan en estructuras sociales complejas.

φαύλος κύκλος

(ES)

Necesitas experiencia laboral para conseguir un trabajo, pero no puedes conseguir experiencia laboral sin un trabajo; es una pescadilla que se muerde la cola.

κυνηγόσκυλο, λαγωνικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos apostábamos a Sam, el experimentado perro cobrador que habíamos adiestrado durante todo un año para cazar gansos salvajes.

άδεια κατοχής σκύλου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιδιοκτήτης σκύλου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Se solicita a los dueños de perros no permitir a sus animales ensuciar el parque.
Οι ιδιοκτήτες των σκύλων καλούνται να μην αφήνουν τα ζώα τους να βρομίζουν το πάρκο.

χοτ ντογκ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un perrito caliente y una gaseosa es una comida típica americana.
Το χοντ ντογκ με αναψυκτικό είναι κλασικό αμερικάνικο γεύμα.

κυνηγόσκυλο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιρλανδικός λυκοθήρας

(ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El lobero irlandés es el perro más grande que existe.

λαγωνικό της αστυνομίας

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκύλος Αγίου Βερνάρδου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En los Alpes usan perros San Bernardo para rescatar a la gente.

κακός

expresión (figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Has perdido interés en ella pero no permites que tu hermano le pida salir, ¿no te estás comportando como el perro del hortelano?

λυσσασμένο σκυλί

Dicen que los perros rabiosos tienen hidrofobia.

σκύλος για έλκηθρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Usaron perros rastreadores para encontrar al niño perdido en el bosque.

λαγωνικό, κυνηγόσκυλο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλαξη σκύλου όταν λείπουν οι ιδιοκτήτες

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φτιαράκι για τα κακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

lurcher

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ντάτσχουντ

locución nominal masculina (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αυτός που βγάζει τον σκύλο βόλτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παραπονεμένο βλέμμα

No me mires con cara de perro regañado, ya sabes que esta noche no puedes ir al cine con tus amigos.
Μη με κοιτάζεις μ' αυτά τα κουταβίσια μάτια - δεν μπορείς να πας σινεμά με τους φίλους σου σήμερα.

κάνω πολλές σχέσεις

(AR: coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Simon se ganó una reputación de jugar a varias puntas.

τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esos tres chicos se llevan como perro y gato.

αισθάνομαι ωραία

expresión (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω τον σκύλο βόλτα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paseo al perro todos los días.
Βγάζω τον σκύλο βόλτα κάθε μέρα.

προσέχω τον σκύλο κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καρχαρίας

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cuidado con Alan. Es un estafador.
Πρόσεχε τον Άλαν. Είναι αρπακτικό.

προστάτης

locución nominal masculina (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La agencia actúa como un perro guardián de la industria del agua.
Η υπηρεσία λειτουργεί ως φύλακας της εταιρείας ύδρευσης.

αχυράνθρωπος

(peyorativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζώο που πιάνει ποντίκια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χνάρι σκύλου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Debiste haberlo dejado afuera. ¡Ahora hay huellas de perro por todo el piso recién lavado!

παλιά καραβάνα σε κτ

(figurado, coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todo te irá bien si sigues sus consejos: es un perro viejo de este negocio.
Καλά θα κάνεις να ακολουθήσεις τη συμβουλή του. Είναι παλιά καραβάνα σε αυτή τη δουλειά.

περίοδος επιφυλακής μετά τη δημοσίευση εφημερίδας

locución nominal masculina (periodismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκληρότριχος σκύλος

δυνατός βήχας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La tos seca de la vieja anciana mantuvo despiertos a todos anoche.

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνηγόσκυλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.