Τι σημαίνει το pisar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pisar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pisar στο ισπανικά.

Η λέξη pisar στο ισπανικά σημαίνει περπατάω, περπατώ, πατάω, πατώ, πατάω, πατάω, πατώ, πατάω σε κτ, πατάω, πολτοποιώ, πατάω, πατώ, το σανιδώνω, πατώ, πατάω, γαμιέμαι, πηδιέμαι, καταθλίβω, χτυπάω, χτυπώ, πατάω, πατώ, πολτοποιώ, πατάω, πατώ, φρενάρω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, μαρσάρω, που ακολουθεί κατά πόδας, γκαζώνω, παίζω με τη φωτιά, ακολουθώ, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση, χτυπάω τα πόδια μου, περπατώ βαριά, τρέχω, πλησιάζω, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, περνάω πάνω από κτ, μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο, πατάω, περπατάω με θόρυβο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pisar

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pisé con cuidado al cruzar el suelo resbaladizo. Has pisado por toda la moqueta con tus botas embarradas.
Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος.

πατάω, πατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los trabajadores pisan las uvas para hacer vino.

πατάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Cuidado, le puede pisar la cola al perrito!
Πρόσεξε, μπορεί να πατήσεις την ουρά του σκύλου!

πατάω, πατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡El pedazo de zoquete no miraba por dónde iba y me pisó el pie! Pisa suavemente, pues caminas sobre mis sueños. (W.B. Yeats)
Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι!

πατάω σε κτ

verbo transitivo

Pisé un charco de barro y arruiné mis zapatos nuevos.
Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια.

πατάω

(plantas, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pise las plantas del jardín sin querer.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πάτησα στις λάσπες έξω από το σπίτι.

πολτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a pisar una banana para dársela al bebé Alex.
δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup

πατάω, πατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ay! La llanta de tu bicicleta me pisó el pie.
Άου! Η ρόδα του ποδηλάτου σου μου πάτησε το πόδι!

το σανιδώνω

(αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el semáforo cambió a verde, él pisó el acelerador y el auto se fue rápidamente.

πατώ, πατάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La noche del estreno, algunos actores pisarán el escenario por primera vez.

γαμιέμαι, πηδιέμαι

(αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταθλίβω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo oprimía un fuerte sentimiento de fracaso.
Μια έντονη αίσθηση αποτυχίας του βάραινε την ψυχή.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Machaca las hierbas antes de añadirlas a la mezcla.

πατάω, πατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lian nunca volvió a poner un pie en Inglaterra. ¡Pete es tan grosero! No volveré a poner un pie en su casa.
Δεν πάτησε ποτέ ξανά στην Αγγλία. Είναι τόσο αγενής. Δε θα πατήσω ποτέ ξανά σπίτι του!

πολτοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que hacer puré los vegetales antes de agregarlos a la receta.

πατάω, πατώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φρενάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El conductor frenó al ver el gato al borde de la carretera.
Ο οδηγός πάτησε φρένο όταν είδε τη γάτα στην άκρη του δρόμου.

ποδοπατώ, τσαλαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien ha pisoteado mis canteros.
Κάποιος τσαλαπάτησε τα λουλούδια στα παρτέρια μου.

μαρσάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aceleró el motor y se alejó a toda velocidad.

που ακολουθεί κατά πόδας

verbo transitivo (fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La policía le estaba pisando los talones a los sospechosos del robo.

γκαζώνω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si pisas el acelerador, podemos pasar el semáforo antes de la luz roja.

παίζω με τη φωτιά

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estás pisando terreno pantanoso si sigues insultando a Katie.

ακολουθώ

(figurado) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía me está pisando los talones.

βρίσκομαι σε επισφαλή θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω τα πόδια μου

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No pises fuerte cuando subas las escaleras, tu hermana está durmiendo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μη χτυπάς τα πόδια σου στις σκάλες, η αδελφή σου κοιμάται.

περπατώ βαριά

locución verbal

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Conduce más deprisa! ¡Los polis nos pisan los talones!
Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!

δεν πατάω, δεν περπατώ σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pise el césped.
Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.

περνάω πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Cuidado, no pises la caca de perro!

μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Odio que la gente hable por encima de mí en las reuniones. Deja de intentar hablar por encima de mí.

πατάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu ingenua forma de mostrarte amigable provoca que te pisoteen en el trabajo.
Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά.

περπατάω με θόρυβο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El joven caminaba pesadamente por la calle.
Ο νεαρός άντρας περπατούσε με βαριά βήματα στον δρόμο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pisar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.