Τι σημαίνει το pisar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pisar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pisar στο πορτογαλικά.

Η λέξη pisar στο πορτογαλικά σημαίνει γκαζώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατώ, ποδοπατώ, πατάω, ρίχνω, πατώ, πατάω, περπατάω, περπατώ, μελανιάζω, πατάω, πατώ, ποδοπατάω, τσαλαπατάω, περπατάω, περπατώ, ξαναπερπατώ, τομέας εξειδίκευσης, τομέας ειδίκευσης, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, πατάω γκάζι, παίζω με τη φωτιά, λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση, προσέχω, είμαι προσεκτικός, περιλούζω, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, πατάω, προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά, πατάω, πατώ, πατάω σε κτ, πατάω, φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω, Γκάζωσε!, το σανιδώνω, περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο, στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pisar

γκαζώνω

(figurativo: acelerar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você acelerar, nós podemos passar antes que os sinais fiquem vermelhos.

ποδοπατώ, τσαλαπατώ

(com força)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κάποιος τσαλαπάτησε τα λουλούδια στα παρτέρια μου.

ποδοπατώ

(duro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguns compradores foram pisoteados na correria para entrar na loja.
Μερικοί πελάτες ποδοπατήθηκαν μέσα στην βιασύνη τους να μπουν μέσα στο κατάστημα.

ποδοπατώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω

(pisar,andar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu pisei na lama no lado de fora da casa.
Πάτησα στις λάσπες έξω από το σπίτι.

ρίχνω

(figurado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doris reconheceu que a vida estava pisando nela.
Η Ντόρις παραδέχτηκε ότι η ζωή την έκανε να χάσει τις ελπίδες της.

πατώ, πατάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Na noite de estreia, vários atores irão pisar no palco pela primeira vez.

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pisei com cuidado ao passar pelo chão escorregadio. Você pisou por todo o tapete com suas botas enlameadas.
Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος.

μελανιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu feri meu joelho quando bati no hidrante.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

πατάω, πατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Δεν πάτησε ποτέ ξανά στην Αγγλία. Είναι τόσο αγενής. Δε θα πατήσω ποτέ ξανά σπίτι του!

ποδοπατάω, τσαλαπατάω

(pisar fortemente em)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περπατάω, περπατώ

verbo transitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enquanto passava pelo caminho, Charlotte pensou em todas as pessoas que deviam ter pisado ali antes dela. Aquele homem é o maior canalha que já pisou nessa terra.
Ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η Σάρλοτ σκεφτόταν όλους τους ανθρώπους που πρέπει να το έχουν περπατήσει πριν από εκείνη.

ξαναπερπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τομέας εξειδίκευσης, τομέας ειδίκευσης

(εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Sua especialização na Kennedy School of Government foi o Oriente Médio.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

πατάω γκάζι

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω με τη φωτιά

(informal, figurado: se arriscar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λεπτή κατάσταση, δύσκολη κατάσταση

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσέχω

(ter cuidado onde pisa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι προσεκτικός

locução verbal (fig., ser cuidadoso ou gentil)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Είναι αρκετά ευαίσθητος μ' αυτό το θέμα, γι' αυτό να είσαι προσεκτικός.

περιλούζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Só porque você terminou com o José, não significa que tenha que pisar nele toda hora.

δεν πατάω, δεν περπατώ σε

(ex: na grama)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, não pise na grama.
Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuidado para não pisar no rabo do cachorro!
Πρόσεξε, μπορεί να πατήσεις την ουρά του σκύλου!

προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά

Προχώρα προσεκτικά για να μην ενοχλήσεις τα ζώα.

πατάω, πατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O grande imbecil não estava olhando por onde ia e pisou no meu pé! Pise devagar pois está pisando em meus sonhos. (W.B. Yeats)
Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι!

πατάω σε κτ

Pisei numa poça de lama e estraguei meus sapatos novos.
Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια.

πατάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua gentileza ingênua está fazendo com que eles pisem em você no trabalho.
Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά.

φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω

locução verbal (figurativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sem querer mais pisar em ovos sobre o assunto, o chefe dele foi direto e o demitiu.

Γκάζωσε!

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το σανιδώνω

(αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paula pisou duro pelo escritório e jogou sua carta de demissão na mesa do chefe.

στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ

Não pise na cadeira ou você vai cair.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pisar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.