Τι σημαίνει το planejar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης planejar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του planejar στο πορτογαλικά.

Η λέξη planejar στο πορτογαλικά σημαίνει σχεδιάζω, σκοπεύω, οργανώνω, προγραμματίζω, σχεδιάζω, κάνω σχέδια, σκοπεύω, σχεδιάζω, καταστρώνω, σχεδιάζω, προγραμματίζω, καταστρώνω, εισάγω σταδιακά, κανονίζω, σχεδιάζω, οργανώνω, σχεδιάζω, σχεδιάζω, οργανώνω, σχεδιάζω, κανονίζω, προγραμματίζω, πετυχαίνω, βρίσκω, έχω στόχο, μηχανεύομαι, προσχεδιάζω, προσχεδιάζομαι, προετοιμάζομαι, οργανώνομαι, σχεδιάζω, προγραμματίζω, τορπιλίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης planejar

σχεδιάζω, σκοπεύω

verbo transitivo (determinar uma causa de ação) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós estamos planejando comprar uma casa no ano que vem.
Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου.

οργανώνω, προγραμματίζω

verbo transitivo (agendar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós precisamos planejar nossas próximas férias.
Πρέπει να σχεδιάσουμε τι θα κάνουμε τις επόμενες εβδομάδες.

σχεδιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele planejou a campanha detalhadamente.
Σχεδίασε την καμπάνια με την παραμικρή λεπτομέρεια.

κάνω σχέδια

(για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comecei a planejar as férias do próximo ano.

σκοπεύω, σχεδιάζω

(informal) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταστρώνω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O general planejou uma estratégia com seus assessores.
Ο στρατηγός με τους συμβούλους του σχεδίασαν τη στρατηγική.

σχεδιάζω, προγραμματίζω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O assistente planejou a viagem de sua chefe cuidadosamente para que ela pudesse encaixar tudo o que precisava fazer.
Ο βοηθός σχεδίασε το ταξίδι της αφεντικίνας του με προσοχή ώστε να μπορέσει να χωρέσει όλα όσα έπρεπε να κάνει.

καταστρώνω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os conspiradores planejaram um golpe para derrubar o governo.

εισάγω σταδιακά

(BRA)

κανονίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχεδιάζω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ajude-me a planejar um modo de prevenir que ela sente-se ao meu lado.

οργανώνω, σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia pretendia ir mais cedo para casa para organizar os preparos para o jantar.
Η Τζούλια σκόπευε να πάει σπίτι νωρίς για να οργανώσει τα του δείπνου.

σχεδιάζω, οργανώνω

(plano, projeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχεδιάζω, κανονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προγραμματίζω

(agenda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O museu programou uma série de eventos para o mês da história da mulher.
Το μουσείο έχει προγραμματίσει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μήνα της Γυναικείας Ιστορίας.

πετυχαίνω

(έχω επιθυμητό αποτέλεσμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gerente da campanha organizou a eleição do presidente.
Ο υπεύθυνος της εκστρατείας πέτυχε την εκλογή του προέδρου.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou ter de inventar um plano.
Θα πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο.

έχω στόχο

(να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Όταν παίζω, στοχεύω στη νίκη.

μηχανεύομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois da morte de seu melhor amigo, Aquiles trama (or: planeja) sua vingança contra Heitor.

προσχεδιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσχεδιάζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζομαι, οργανώνομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σχεδιάζω, προγραμματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ela tinha 12 anos, já tinha planejado sua vida toda em detalhes.

τορπιλίζω

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jaclyn planejava secretamente destruir o romance de sua rival.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του planejar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.