Τι σημαίνει το prejudicar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prejudicar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prejudicar στο πορτογαλικά.

Η λέξη prejudicar στο πορτογαλικά σημαίνει αφαιρώ από κτ, εξασθενώ, αποδυναμώνω, παραλύω, πλήττω, βλάπτω, φέρνω κπ σε μειονεκτική θέση, βλάπτω, προκαταλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, βλάπτω, φθείρομαι, βλάπτω, υπονομεύω, βλάπτω, προκαλώ βλάβη σε κτ, κάνω παρεμβολές σε κτ, προκαλώ παρεμβολές σε κτ, αδικώ, δίνω με νότα κυνισμού, τσακίζω, θολώνω, ζημιώνω, βλάπτω, βλάπτω τον εαυτό μου, θολώνω την κρίση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prejudicar

αφαιρώ από κτ

εξασθενώ, αποδυναμώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραλύω

verbo transitivo (plano, esforço) (μτφ: συνήθως παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cidade foi terrivelmente prejudicada quando a fábrica fechou.
Η πόλη επλήγη άσχημα όταν έκλεισε το εργοστάσιο.

πλήττω, βλάπτω

verbo transitivo (figurado: prejudicar empresa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cancelar o acordo prejudicaria a relação da companhia com o fornecedor.
Η ακύρωση της συμφωνίας θα έπληττε τη σχέση της εταιρείας με τον προμηθευτή.

φέρνω κπ σε μειονεκτική θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele foi prejudicado por um ferimento logo antes do jogo.
Ένας τραυματισμός ακριβώς πριν απ' τον αγώνα, τον έφερε σε μειονεκτική θέση.

βλάπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A notícia do suborno de seu assistente prejudicou sua reputação.
Τα νέα της δωροδοκίας του βοηθού του έβλαψαν (or: έκαναν κακό, κατέστρεψαν) τη φήμη του.

προκαταλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz alertou o promotor para não fazer nenhum outro comentário que poderia prejudicar o júri.
Ο δικαστής προειδοποίησε τον δημόσιο κατήγορο να μην κάνει άλλες παρατηρήσεις που ίσως επηρέαζαν τους ενόρκους.

προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω

verbo transitivo (tornar-se preconceituoso contra) (κατά κπ, εναντίον κπ, απέναντι σε κπ, ενάντια σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A influência da extrema direita tem prejudicado os elementos mais moderados do partido contra minorias étnicas.
Η επιρροή της άκρας δεξιάς πτέρυγας έχει προκαταλάβει τα πιο μετριοπαθή στοιχεία του κόμματος κατά των εθνικών μειονοτήτων.

βλάπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O escândalo prejudicou as chances do político de se reeleger.

φθείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pelo jeito que eles agiram, ficou óbvio que a relação deles estava prejudicada.

βλάπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ladrão pediu perdão às pessoas que ele havia prejudicado.

υπονομεύω

verbo transitivo (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prejudicou o próprio argumento ao admitir que normalmente fazia o oposto do que pregava.
Έκανε κακό στη θέση του όταν παραδέχτηκε ότι συχνά κάνει το αντίθετο.

βλάπτω

verbo transitivo (reduzir chances de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comentários de Bob sobre o desemprego prejudicaram as chances dele ser reeleito.
Τα σχόλια του Μπομπ για την ανεργία έχουν μειώσει τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί.

προκαλώ βλάβη σε κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το λαμπερό φως του ηλίου προκάλεσε βλάβη στην όραση του Φρανκ.

κάνω παρεμβολές σε κτ, προκαλώ παρεμβολές σε κτ

(impedir algo de funcionar corretamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O microondas interferia com o sinal.
Ο φούρνος μικροκυμάτων έκανε παρεμβολές στο σήμα.

αδικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω με νότα κυνισμού

(gíria, figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσακίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θολώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζημιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλάπτω

(causar danos físicos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O fogo na garagem não danificou a casa.
Η φωτιά μέσα στο γκαράζ δεν έβλαψε το σπίτι.

βλάπτω τον εαυτό μου

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Βλάπτεις τον εαυτό σου με τα αγενή και επιθετικά σχόλιά σου.

θολώνω την κρίση

expressão (μεταφορικά: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prejudicar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.