Τι σημαίνει το priming στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης priming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του priming στο Αγγλικά.

Η λέξη priming στο Αγγλικά σημαίνει προετοιμασία, προπαρασκευή, εκλεκτός, άριστος, πρωταρχικός, βασικός, βασικός, αρχικός, πρώτος, τα καλύτερά μου χρόνια, οπλίζω, προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ, πρώτος αριθμός, προετοιμάζω, προετοιμάζω κπ για κτ, αναρρόφηση, μέτρα για την επαναδραστηριοποιητική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης priming

προετοιμασία, προπαρασκευή

noun (readying action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκλεκτός, άριστος

adjective (best, of top quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The butcher gave Tom a prime cut of beef. This is prime real estate; it's a good investment.
Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση.

πρωταρχικός, βασικός

adjective (chief, most important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adrian's prime motivation was money.
Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα.

βασικός, αρχικός

adjective (initial, original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The prime source of these problems is Paula's unwillingness to compromise.
Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί.

πρώτος

adjective (number: divisible by 1 or itself) (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A number that is prime can only be divided evenly by 1 or by itself.
Ένας πρώτος αριθμός μπορεί να διαιρεθεί χωρίς υπόλοιπο μόνο με το 1 ή με τον εαυτό του.

τα καλύτερά μου χρόνια

noun (best, healthiest time in life)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Many people say that your thirties are the prime of your life.
Πολλοί λένε πως η δεκαετία των τριάντα είναι τα καλύτερά μας χρόνια.

οπλίζω

transitive verb (weapon: prepare for shooting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hunter primed his rifle when he saw the deer.
Ο κυνηγός όπλισε το τουφέκι του όταν είδε το ελάφι.

προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ

transitive verb (prepare [sth] for action)

Judith primed the machine, ready to start up as soon as it was needed.
Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν.

πρώτος αριθμός

noun (prime number) (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Primes can only be divided by themselves and 1.
Οι πρώτοι αριθμοί διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και το 1.

προετοιμάζω

transitive verb (prepare [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethany wants to get into Oxbridge, so her teacher is priming her.

προετοιμάζω κπ για κτ

transitive verb (prepare [sb] for [sth])

Bethany's teacher is priming her for her Oxbridge entrance exam.

αναρρόφηση

noun (getting fluid into a pump at startup) (υγρού από αντλία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέτρα για την επαναδραστηριοποιητική

noun (US, figurative (government: stimulus spending) (οικονομία)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του priming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.