Τι σημαίνει το principal στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης principal στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του principal στο πορτογαλικά.

Η λέξη principal στο πορτογαλικά σημαίνει κύριος, βασικός, κεντρικός, βασικός, κύριος, πρωταρχικός, κύριος, βασικός, κεντρικός, κεφάλαιο, κεντρικός, κύριος, κεφαλαιακός, κεντρικός, πρώτος, ανώτερος, κορυφαίος, βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος, κορυφαίος, πρωταρχικός, βασικός, κύριος, βασικός, βασικός, κύριος, σημαντικότερος, ναυαρχίδα, πρώτος, κεντρικός, κεντρικός, κύριος, βασικός, μείζων, κορυφαίος, ο υψηλότερος, κορυφαίος, που είναι υψηλά στην κατάταξη, απώτερος, πρώτος και κύριος, αρχικός, κύριος, πυρήνας, πρωταρχικός, βασικός, βασικό, μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σημαντικότερος, ένοχος, ένοχη, κύριο πιάτο, πρωραίος ιστός, επώνυμος ρόλος, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, πρώτο θέμα, κορωνίδα, κύρια μελωδία, βασική μελωδία, κύρια γραμμή, πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!, στήριγμα, τζάκποτ, κύριος ομιλητής, κεντρικός ομιλητής, έργο ζωής, κύριος ιστός, μέγας ιστός, κεντρικός, πρωταγωνιστικός ρόλος, βασικό πεδίο σπουδών, κύριο υπνοδωμάτιο, ρεζουμέ, κύρια έμφαση, ιδιαίτερη έμφαση, κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, απώτερος σκοπός, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο, κύριο πιάτο, βασική ιδέα, κύριο σημείο, κεντρικός δρόμος, κεντρική οδός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξάρχων, κεντρικός ομιλητής, πρωταγωνιστικός ρόλος, επικεφαλής συγγραφέας, κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής, ομώνυμο τραγούδι, βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων, ρηματική φράση, κεντρικός δρόμος, Εθνική Οδός, πρωταγωνιστής κωμικός ηθοποιός, βασικό γεύμα, κύριο πιάτο, κύριο ελατήριο, κυρίως ταινία, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, κύριος όροφος, πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, εκπρόσωπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης principal

κύριος, βασικός, κεντρικός

adjetivo (primeiro, principal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A razão principal de estarmos aqui hoje é para discutirmos o problema de terça-feira.
Ο κύριος (or: βασικός) λόγος που είμαστε εδώ σήμερα είναι για να συζητήσουμε το πρόβλημα της Τρίτης.

βασικός, κύριος, πρωταρχικός

adjetivo (mais importante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A ideia principal é boa, mas ainda precisamos mudar alguns detalhes.
Η βασική ιδέα είναι καλή, αλλά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες λεπτομέρειες.

κύριος, βασικός, κεντρικός

adjetivo (mais importante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O ator principal era famoso, mas os outros não o eram.
Ο κύριος (or: βασικός) ηθοποιός ήταν διάσημος, αλλά όχι και οι υπόλοιποι.

κεφάλαιο

substantivo masculino (capital)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O pagamento da hipoteca envolve pagar o principal mais os juros.
Ένα στεγαστικό δάνειο περιλαμβάνει την αποπληρωμή του κεφαλαίου και των τόκων.

κεντρικός

adjetivo (avenida, rua)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Qual é o nome da rua principal desta cidade? É a Court Street?
Πώς λέγεται ο κεντρικός δρόμος αυτής της πόλης; Είναι η Κορτ Στριτ;

κύριος

adjetivo (gramática: oração principal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A oração principal nesta sentença é a mais importante.
Η κύρια πρόταση αυτής της περιόδου είναι και η πιο σημαντική.

κεφαλαιακός

adjetivo (finanças)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O principal investimento necessária será na casa dos milhões.

κεντρικός

adjetivo (teatro) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O principal papel nesta peça é o do assassino.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O principal clarinetista da filarmônica é um músico brilhante.

ανώτερος

adjetivo (chefe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O arquiteto responsável tinha uma boa equipe trabalhando com ele.
Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του.

κορυφαίος

adjetivo (melhor,mais importante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O professor é o principal especialista em sua área.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως.

βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A empresa de Jim era a principal produtora mundial de cordas de náilon.
Η εταιρεία του Τζιμ ήταν η βασικότερη παραγωγός νάυλον σπάγκου παγκοσμίως.

κορυφαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωταρχικός, βασικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A motivação principal de Adrian era dinheiro.
Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα.

κύριος, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nossa principal preocupação é segurança das crianças.
Η κύρια έννοια μας είναι η ασφάλεια των παιδιών.

βασικός, κύριος, σημαντικότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A principal preocupação é como maximizar a eficiência.
Ο κύριος προβληματισμός είναι πώς θα μεγιστοποιηθεί η αποδοτικότητα.

ναυαρχίδα

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O principal restaurante do chefe estava afundando.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ναυαρχίδα της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων βρισκόταν στη Νέα Υόρκη.

πρώτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As pessoas são nossa prioridade máxima.
Βασική προτεραιότητά μας είναι οι άνθρωποι.

κεντρικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O baile será no Salão Principal.
Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού.

κεντρικός, κύριος, βασικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O orador principal deixou a audiência aos seus pés com seu humor espirituoso. A reportagem principal do jornal é sobre o escândalo de suborno.
Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία.

μείζων

adjetivo (silogismo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Em um silogismo, a premissa principal contém o termo que é o predicado da conclusão.
Σε ένα συλλογισμό, η μείζων πρόταση περιέχει τον όρο που αποτελεί το κατηγόρημα του συμπεράσματος.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O Royal Shakespeare Company é um dos principais grupos de teatro da Inglaterra.

ο υψηλότερος

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορυφαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που είναι υψηλά στην κατάταξη

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απώτερος

(σκοπός, στόχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρώτος και κύριος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Η ασφάλεια θα πρέπει να είναι το πρώτο και κύριο μέλημα των σχεδιαστών αυτοκινήτων.

αρχικός, κύριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O primeiro motivo para fazer isto é ajudar outras pessoas.
Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους.

πυρήνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Eles querem ampliar os negócios sem perder seus clientes principais.
Θέλουν να επεκτείνουν την επιχείρησή τους χωρίς να χάσουν τον πυρήνα των πελατών τους.

πρωταρχικός, βασικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nossa principal preocupação é o bem-estar de nossos funcionários.
Η βασική μας ανησυχία είναι η υγεία των υπαλλήλων μας.

βασικό

μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σημαντικότερος

adjetivo (σε σπουδαιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A maior (or: principal) contribuição do João para a ciência foi o seu último livro.
Η μεγαλύτερη (or: σπουδαιότερη) συνεισφορά του στην επιστήμη ήταν το τελευταίο του βιβλίο.

ένοχος, ένοχη

substantivo masculino (jurid.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κύριο πιάτο

(refeição)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alison escolheu uma entrada e um prato principal no cardápio.

πρωραίος ιστός

(κατάρτι πλώρης, επίσ)

επώνυμος ρόλος

(atuação: parte de um personagem epônimo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος

πρώτο θέμα

(manchete de jornal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κορωνίδα

(BR, figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A primeira invenção de Paul se tornaria o carro-chefe de sua carreira inteira.
Η πρώτη εφεύρεση του Πωλ έγινε η κορωνίδα ολόκληρης της καριέρας του.

κύρια μελωδία, βασική μελωδία

(estrangeirismo, música, parte principal) (μουσική)

κύρια γραμμή

locução adjetiva (relativo à via principal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στήριγμα

(figurativo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τζάκποτ

(jogo)

κύριος ομιλητής, κεντρικός ομιλητής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έργο ζωής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κύριος ιστός, μέγας ιστός

(barco ou navio) (κατάρτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κεντρικός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
As obras rodoviárias estão atrasando o tráfego na rua principal.
Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο.

πρωταγωνιστικός ρόλος

βασικό πεδίο σπουδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύριο υπνοδωμάτιο

ρεζουμέ

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O ponto principal é que você não pode mais se atrasar para o trabalho.
Το ρεζουμέ είναι ότι δεν μπορείς πλέον να αργείς στη δουλειά.

κύρια έμφαση, ιδιαίτερη έμφαση

(gramática)

κεντρικό άρθρο, κύριο άρθρο

(jornalismo)

κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

(jornalismo)

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

(vantagem)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επίσημη γλώσσα/διάλεκτος

(dialeto oficial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απώτερος σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Willy Loman é o personagem principal da peça Death of a Salesman.
Ο Γουίλι Λόμαν είναι ο ήρωας του θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου».

κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Como prato principal, eu gosto de escolher alguma coisa que eu normalmente não cozinharia em casa. Depois dos aperitivos, serviremos o prato principal e, depois, a sobremesa.
Ως κύριο πιάτο μου αρέσει να διαλέγω κάτι που δεν θα μαγείρευα συνήθως στο σπίτι. Μετά τα ορεκτικά θα σερβίρουμε το κυρίως πιάτο κι έπειτα το επιδόρπιο.

κύριο πιάτο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασική ιδέα

substantivo feminino

Η διάλεξη ήταν λίγο μπερδεμένη στο σύνολό της, αλλά κατάλαβα τη βασική ιδέα. Η βασική ιδέα μίας παραγράφου συχνά μπορεί να συνοψιστεί σε μια πρόταση.

κύριο σημείο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεντρικός δρόμος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεντρική οδός

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

εξάρχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

κεντρικός ομιλητής

πρωταγωνιστικός ρόλος

substantivo masculino

επικεφαλής συγγραφέας

substantivo masculino (acadêmico) (ακαδημαϊκή δημοσίευση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής

substantivo masculino (λιανικό εμπόριο)

ομώνυμο τραγούδι

(filme, etc: tema musical principal) (ταινίας, δίσκου)

βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων

(mais alta fonte de receita)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρηματική φράση

substantivo feminino (gramática: cláusula independente contendo sujeito e predicado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κεντρικός δρόμος

substantivo feminino

Εθνική Οδός

substantivo feminino

Ένας οδηγός εντοπίστηκε να οδηγεί με ταχύτητα σχεδόν διπλάσια από το όριο των 70 μιλίων/ώρα σε Εθνική Οδό του Γουστερσάιρ.

πρωταγωνιστής κωμικός ηθοποιός

substantivo masculino (de comédia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βασικό γεύμα

κύριο πιάτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia muitos pratos principais, incluindo pratos vegetarianos.

κύριο ελατήριο

substantivo feminino (de relógio) (ρολογιού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυρίως ταινία

(cinema)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

(tópico principal)

κύριος όροφος

πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής

(esportes) (σε άθλημα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του principal στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.