Τι σημαίνει το proveer στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης proveer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proveer στο ισπανικά.

Η λέξη proveer στο ισπανικά σημαίνει παρέχω, παρέχω, προμηθεύω, τροφοδοτώ, εφοδιάζω, παρέχω, προμηθεύω, παρέχω, βρίθω, εξυπηρετώ, εφοδιάζω, εξοπλίζω, παρέχω, προσφέρω, δίνω, καλύπτω, βάζω, παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω, χρηματοδοτώ, χρηματοδοτώ, οπλίζω, κάνω παραδόσεις, προκαλώ υπερπροσφορά, παρέχω υπεράριθμο προσωπικό, φροντίζω, παρέχω, προσφέρω, εφοδιάζω κπ με κτ, παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κπ/κτ με κτ, εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, εξοπλίζω κπ/κτ με κτ, υπηρετώ, φροντίζω, στελεχώνω, εφοδιάζω, προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ, προμηθεύω κπ με κτ, εφοδιάζω κπ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης proveer

παρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo proveeré la tienda de campaña si tú provees la comida.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα μία φορά την εβδομάδα.

παρέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno aseguró que va a proveer los fondos para pagar a los maestros.

προμηθεύω, τροφοδοτώ, εφοδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρέχω, προμηθεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La defensa proveyó pruebas que confirmaban la coartada del acusado.
Η υπεράσπιση παρείχε τεκμήρια που επιβεβαίωσαν το άλλοθι του κατηγορούμενου.

παρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marilyn proveyó un relato de la serie de eventos que llevaron al robo.
Η Μέριλιν παρείχε μια περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στη ληστεία.

βρίθω

verbo intransitivo (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tierra les proveía de todo lo que deseaban.

εξυπηρετώ

(PR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestra compañía provee servicios al área de los tres estados.

εφοδιάζω, εξοπλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo está recaudando fondos para equipar la expedición.

παρέχω, προσφέρω, δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contacte a la secretaria escolar quien le proporcionará todas las formas necesarias para su inscripción.
Επικοινώνησε με τη γραμματέα του σχολείου που θα σου δώσει τα απαραίτητα έντυπα.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitamos cubrir ese cargo tan pronto como sea posible.

βάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los activistas están poniendo micros para llevar a los manifestantes a Londres.
Οι ακτιβιστές βάζουν πούλμαν, για να μεταφέρουν τους διαδηλωτές στο Λονδίνο.

παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ

(persona)

Ellos le proveen el hardware de la computadora.

προμηθεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una florista local suministró todas las flores de forma gratuita.
Ένας ανθοπώλης της περιοχής παρείχε όλα τα λουλούδια δωρεάν.

χρηματοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo de interés financió la campaña del político.
Η ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος χρηματοδότησε την καμπάνια του πολιτικού.

χρηματοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa financió una gran campaña difamatoria contra su competencia.
Η εταιρεία χρηματοδότησε μια τεράστια καμπάνια λασπολογίας κατά ενός ανταγωνιστή.

οπλίζω

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sospechoso estaba armado con varias armas de fuego.

κάνω παραδόσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ese restaurante también ofrece un servicio para llevar, pero no hacen catering.
Σε εκείνο το εστιατόριο μπορείς να πάρεις φαγητό για το σπίτι, αλλά δεν κάνουν ντελίβερι.

προκαλώ υπερπροσφορά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παρέχω υπεράριθμο προσωπικό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φροντίζω

(comida, a persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este restaurante no sirve a veganos.

παρέχω, προσφέρω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si siempre das las mismas viejas excusas, no es sorpresa que ya nadie te crea.

εφοδιάζω κπ με κτ

παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κπ/κτ με κτ

Ellos proveen de cerveza al bar.

εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, εξοπλίζω κπ/κτ με κτ

La escuela tiene el propósito de equipar a cada estudiante con un portátil.

υπηρετώ, φροντίζω

(formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los albergues proveen a las necesidades de los sin techo.

στελεχώνω

(εταιρεία κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Proveyeron de personal a la compañía con trabajadores temporales.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα στείλουν μια διμοιρία να επανδρώσει το φυλάκιο.

εφοδιάζω

(κπ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La OTAN suministró a los rebeldes provisiones y armas.
Το ΝΑΤΟ εφοδίασε τους αντάρτες με εφόδια και όπλα.

προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ

El operario provee de papel a la impresora.
Ο χειριστής τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με χαρτί.

προμηθεύω κπ με κτ, εφοδιάζω κπ με κτ

Los socorristas se ponen en riesgo al proveer a los que mueren de hambre de comida y bebida.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proveer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.