Τι σημαίνει το pull on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pull on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pull on στο Αγγλικά.

Η λέξη pull on στο Αγγλικά σημαίνει φοράω, βάζω, τραβώ, έλκω, τεντώνω, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, χωρίς κούμπωμα, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, πατάω, πατώ, πιέζω, βγάζω κτ από κτ, τράβηγμα, δέλεαρ, θέλγητρο, τραβάω, τραβώ, κωπηλατώ, κάνω, τραβάω, τραβώ κάνω, τραβάω, τραβώ, βγάζω, αποσύρω, παίρνω δείγμα, παθαίνω τράβηγμα, βγάζω, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pull on

φοράω, βάζω

phrasal verb, transitive, separable (clothing: put on) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pulled on a sweater and jeans and went to investigate the noise.
Έβαλε ένα πουλόβερ και τζιν και πήγε να ερευνήσει το θόρυβο.

τραβώ, έλκω

phrasal verb, transitive, inseparable (tug at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The little boy pulled impatiently on his mother's arm.

τεντώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (stretch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please don't pull on that sweater, you will ruin it.
Σε παρακαλώ μην τραβάς το πουλόβερ σου, θα το καταστρέψεις.

εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω

(trick, deceive [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίς κούμπωμα

adjective (clothing, shoes: easy to put on) (κατά περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα

noun (easily put-on clothing, shoes)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τραβάω, τραβώ

transitive verb (draw nearer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pulled the computer towards himself.
Τράβηξε τον υπολογιστή προς το μέρος του.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (tug)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girl pulled her father's coat.
Τράβηξε το παλτό του πατέρα της.

πατάω, πατώ, πιέζω

transitive verb (squeeze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pull the trigger firmly.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

βγάζω κτ από κτ

(take out)

The secretary pulled the file from the cabinet.
Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι.

τράβηγμα

noun (physical: tug)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His strong pull finally got the rope to release.

δέλεαρ, θέλγητρο

noun (figurative (emotional: lure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pull of the beach finally made him move to California.

τραβάω, τραβώ

intransitive verb (tug, haul)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't stop pulling, even if you get tired.

κωπηλατώ

intransitive verb (row)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Keep pulling! We need to get to shore in fifteen minutes.

κάνω

transitive verb (slang (do: [sth] sneaky)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't pull any silly tricks at dinner.
Μην κάνεις καμιά ανοησία στο δείπνο.

τραβάω, τραβώ κάνω

transitive verb (row with oars)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She pulled the oars as hard as she could in an attempt to win the race.
Έκανε (or: τραβούσε) κουπί όσο πιο δυνατά μπορούσε σε μια προσπάθεια να κερδίσει τον αγώνα.

τραβάω, τραβώ, βγάζω

transitive verb (informal (take out) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The policeman pulled a gun on the robber.

αποσύρω

transitive verb (slang (remove) (κάτι/κάποιον (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We had to pull the item from our stores when it was found to be faulty.

παίρνω δείγμα

transitive verb (printing: take a sample)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The printer pulled a proof of the new plate.

παθαίνω τράβηγμα

transitive verb (strain: a muscle)

He pulled his leg muscle and had to stop playing in the game.

βγάζω

transitive verb (informal, often passive (tooth: extract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've just had a tooth pulled and it hurts.
Μόλις έβγαλα ένα δόντι και πονάω.

κάνω

transitive verb (US, slang (stunt, trick: play) (κτ σε κπ ή σε βάρος κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How could you pull such a mean trick on me?
Πώς μπόρεσες να μου κάνεις μια τόσο άσχημη φάρσα;

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pull on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.