Τι σημαίνει το puta στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης puta στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του puta στο πορτογαλικά.

Η λέξη puta στο πορτογαλικά σημαίνει πουτάνα, -, κουφάλα, καριόλα, απίστευτος, πουτανάκι, τσουλάκι, γ@μημένος, ιεροόδουλη, πουτάνα, τσουλίστικος, προκλητική, βρόμα, γυναίκα χαλαρών ηθών, πόρνη, τσούλα, τσούλα, τσούλα, πουτάνα, σκρόφα, μαλάκας, παπάρας, άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, γάμα με!, γάμα μας!, γαμώτο, μαλάκας, καθίκι, κάθαρμα, τομάρι, σκατόφατσα, πολύς, μαλάκας, μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης, λεχρίτης, μαλώνω κπ πολύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης puta

πουτάνα

(meretriz) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não vá pela 37th Street. É ali que as prostitutas buscam clientes.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην περάσεις απ' εκεί. Κάνουν πιάτσα οι πουτάνες.

-

(BRA, gíria, vulgar, intensificador) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele colocou esse puta cachorro enorme atrás de mim!
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

κουφάλα, καριόλα

(ofensivo) (υβριστικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A atitude de Gary em relação a mulheres é chocante. Ele diz que todas são putas.

απίστευτος

(gíria: intensificador, BRA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essa foi uma puta de uma chuva de raios.
Ήταν μια απίστευτη καταιγίδα.

πουτανάκι, τσουλάκι

(gíria, pejorativo, ofensivo!!!) (μειωτικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γ@μημένος

advérbio (BRA, intensificador, vulgar, gíria) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ιεροόδουλη

substantivo feminino (pop, prostituta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πουτάνα

(ofensivo) (χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσουλίστικος

adjetivo (pejorativo, mulher) (υβριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προκλητική

substantivo feminino (gíria, mulher promíscua)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρόμα

(gíria, pejorativo) (μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναίκα χαλαρών ηθών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πόρνη

(BRA, figurado, vulgar, ofensivo!)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A polícia visitou o distrito da luz vermelha para questionar qualquer piranha que possa ter testemunhado o crime.
Οι αστυνομία επισκέφτηκε την περιοχή με τους οίκους ανοχής για να ανακρίνουν τις πόρνες που μπορεί να ήταν μάρτυρες στο έγκλημα.

τσούλα

(καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσούλα

(ofensivo!, mulher) (προσβλητικό!)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aquela vagabunda dorme com qualquer um.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μια παλιογυναίκα είναι που τον ξελόγιασε!

τσούλα, πουτάνα, σκρόφα

substantivo feminino (pejorativo, ofensivo, vulgar) (μειωτικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O marido chifrado chamou sua mulher de vadia.
Ο απατημένος σύζυγος αποκάλεσε τη γυναίκα του τσούλα.

μαλάκας, παπάρας

(informal, gíria) (προσβλητικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!

interjeição (vulgar, figurativo) (προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

interjeição (vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

γάμα με!, γάμα μας!

interjeição (vulgar, ofensivo) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puta merda! Essa comida é apimentada demais!

γαμώτο

interjeição (vulgar) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μαλάκας

(vulgar) (χυδαίο, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Edward pensava que Larry era um filho da puta.
Ο Έντουαρντ σκέφτηκε πως ο Λάρρυ ήταν ένας μαλάκας.

καθίκι, κάθαρμα, τομάρι

(gíria, vulgar, ofensivo!!!) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκατόφατσα

expressão (insulto, vulgar) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύς

expressão (figurado, vulgar, muito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαλάκας

(gíria, ofensivo) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης

(vulgar) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λεχρίτης

(gíria, figurado, ofensivo) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aquele cara é um filho da puta.
Ο τύπος είναι και πολύ λεχρίτης.

μαλώνω κπ πολύ

(informal, vulgar)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του puta στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.