Τι σημαίνει το recruiting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recruiting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recruiting στο Αγγλικά.

Η λέξη recruiting στο Αγγλικά σημαίνει στρατολόγηση, αναζητώ κπ για εργασία, ψάχνω κπ για εργασια, στρατολογώ, στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, νεοσύλλεκτη, νεοπροσληφθείς, νέο απόκτημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recruiting

στρατολόγηση

noun (soliciting members or employees) (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lucy works in recruiting.

αναζητώ κπ για εργασία, ψάχνω κπ για εργασια

transitive verb (seek for employment) (ψάχνω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company recruited Philip as their new IT manager.
Η εταιρεία προσέλαβε τον Φίλιπ ως υπεύθυνο πληροφορικής.

στρατολογώ

transitive verb (military)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army recruited Carol and sent her to a training camp.
Ο στρατός στρατολόγησε την Κάρολ και την έστειλε σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης.

στρατολογώ

intransitive verb (military) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army is recruiting at the moment; maybe you should become a soldier, as there don't seem to be any other jobs available.
Ο στρατός κάνει στρατολόγηση αυτό το διάστημα. Ίσως θα έπρεπε να γίνεις στρατιωτικός, αφού δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα δουλειές.

νεοσύλλεκτος, νεοσύλλεκτη

noun (military)

The officer explained to the recruits what army life would be like.
Ο αξιωματικός εξήγησε στους νεοσύλλεκτους πώς θα είναι η ζωή στον στρατό.

νεοπροσληφθείς

noun (new employee)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
I see there's a new recruit in purchasing.
Είδα ότι υπάρχει ένας νέος υπάλληλος (or: νέος εργαζόμενος) στο τμήμα αγορών.

νέο απόκτημα

noun (sports: new player)

The team welcomed the new recruit.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recruiting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.