Τι σημαίνει το refletir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης refletir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του refletir στο πορτογαλικά.

Η λέξη refletir στο πορτογαλικά σημαίνει αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρεφτίζω, αναλογίζομαι, αντανακλώ, ανακλώ, αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, σκέφτομαι, εκφράζω, φανερώνω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, αντικατοπτρίζω, καθρεφτίζω, αντανακλώ, αντανακλώ, ανακλώ, καθρεφτίζομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέπτομαι, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, αντανακλώ σε, αναρωτιέμαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, αντανακλώμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης refletir

αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, καθρεφτίζω

verbo transitivo (retornar uma imagem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O espelho refletiu uma face.
Ο καθρέφτης αντικατόπτριζε ένα πρόσωπο.

αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντανακλώ, ανακλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um visor reflete o calor do sol.

αντανακλώ, αντικατοπτρίζω

verbo transitivo (seguir um mesmo padrão) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O crescimento das cidades refletia o crescimento do país como um todo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ανάπτυξη της πόλης αντανακλούσε (or: αντικατόπτριζε) την ανάπτυξη της χώρας στο σύνολό της.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκφράζω, φανερώνω

verbo transitivo (revelar, demonstrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seus bocejos refletem o seu tédio.
Τα χασμουρητά του εξέφραζαν τη βαρεμάρα του.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O detetive refletiu que seu trabalho precisavam de paciência.
Ο αστυνομικός συλλογιζόταν ότι η δουλειά του απαιτεί υπομονή.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(pensar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, reflita sobre suas ações.
Σε παρακαλώ σκέψου (or: αναλογίσου) τις πράξεις σου.

αντικατοπτρίζω, καθρεφτίζω, αντανακλώ

verbo transitivo (σπάνιο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O espelho manchado não reflete.
Ο γανιασμένος καθρέφτης δεν αντικατοπτρίζει.

αντανακλώ, ανακλώ

verbo transitivo (devolver imagem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A superfície do lago refletia a imagem dela.

καθρεφτίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έβλεπε τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στο νερό.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de plantar uma árvore, você precisa considerar qual é a apropriada para seu jardim.

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considere as implicações dessa descoberta!
Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης!

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert foi dar uma volta para pensar por um momento.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

σκέφτομαι, σκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλογίζομαι, συλλογίζομαι

(pensar sobre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No momento, não sei. Preciso pensar (or: refletir) sobre isso um pouco mais.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

αντανακλώ σε

verbo transitivo (afetar reputação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sua atuação se reflete negativamente em você.
Οι επιδόσεις σου έχουν άσχημες επιπτώσεις στην εικόνα σου.

αναρωτιέμαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντανακλώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O brilho dos faróis refletiu-se na vitrine da loja.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του refletir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.