Τι σημαίνει το relaxar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης relaxar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relaxar στο πορτογαλικά.

Η λέξη relaxar στο πορτογαλικά σημαίνει χαλαρώνω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, κάθομαι, χαλαρώνω, κάθομαι, χαλαρώνω, ελαφρύνω, χαλαρώνω, κάθομαι αναπαυτικά, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, αράζω, χαλαρώνω, ηρεμώ, εκτονώνομαι, ξαπλώνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι, αράζω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, τεμπελιάζω, βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, κάθομαι, ξεκουράζομαι, βολεύομαι, χαλαρώνω, χαλαρώνω, μαλακώνω, αράζω, αράζω, χαλαρώνω, αναστατώνω, ταράζω, χαλαρώνω, παίρνω τον χρόνο μου με κτ, χαλαρώνω, ακουμπάω στην πλάτη του καθίσματος, χαλαρώνω, σβήνω, κλείνω, ανοίγω, χαλαρώνω, ηρεμώ, γαληνεύω, ανακουφίζομαι, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, ελεύθερος χρόνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης relaxar

χαλαρώνω

(descansar, evitar trabalho e estresse) (συνήθως πνευματική κούραση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nós vamos relaxar na praia.
Πάμε να χαλαρώσουμε στην παραλία.

χαλαρώνω

verbo transitivo (parte do corpo: descontrair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Relaxe os seus ombros.
Χαλάρωσε τους ώμους σου.

χαλαρώνω

(aliviar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O estado relaxou as suas leis.
Το κράτος χαλάρωσε τους νόμους.

χαλαρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O instrutor pediu que ele relaxasse sua pegada no taco de golfe.

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bruce adora relaxar quando está na cabana no lago. A aposentadoria é o momento de relaxar.
Του Μπρους του αρέσει να χαλαρώνει όταν είναι στο εξοχικό στη λίμνη.

χαλαρώνω

verto intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάθομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por que você não vem à minha casa e relaxa um pouco?
Γιατί δεν έρχεσαι απ' το σπίτι μου ν' αράξουμε λίγο;

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu gosto de relaxar na frente da televisão com um copo de vinho e uns petiscos. Meu amigo estava triste e ansioso, por isso eu lhe disse para relaxar.
Μου αρέσει να χαλαρώνω μπροστά στην τηλεόραση με ένα ποτήρι κρασί και μερικά μεζεδάκια. Ο φίλος μου ήταν στενοχωρημένος και τσιτωμένος κι έτσι του είπα να χαλαρώσει.

ελαφρύνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάθομαι αναπαυτικά

verbo transitivo

χαλαρώνω, τεμπελιάζω, αράζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω, ηρεμώ

(relaxar, estar descansado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκτονώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wendy gosta de relaxar depois do trabalho indo correr.
Στην Γουέντι αρέσει να χαλαρώνει μετά τη δουλειά πηγαίνοντας για τρέξιμο.

ξαπλώνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι, αράζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você pode relaxar e deixar que eu cozinhe.
Εσύ απλά χαλάρωσε και άσε το μαγείρεμα σε μένα.

χαλαρώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois do trabalho eu tomo um drinque para relaxar.
Μετά την δουλειά πίνω ένα ποτό για να χαλαρώσω.

χαλαρώνω

verbo transitivo (descansar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τεμπελιάζω

(não fazer nada, estar ocioso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ

verbo transitivo (estar confortável em) (μεταφορικά)

κάθομαι, ξεκουράζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim relaxou em sua cama assistindo à TV a tarde toda.
Ο Τζιμ χαλάρωνε στο κρεβάτι του βλέποντας τηλεόραση όλο το απόγευμα.

βολεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

verto intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu gostaria que você relaxasse. Eu vou ficar bem!

μαλακώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αράζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou apenas relaxando em casa hoje.

αράζω

(ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou relaxando com a galera no Frankie's Bar.

χαλαρώνω

verto intransitivo (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναστατώνω, ταράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω τον χρόνο μου με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλαρώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακουμπάω στην πλάτη του καθίσματος

(encostar as costas na cadeira de alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαλαρώνω

(tornar-se mais calmo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω, κλείνω

(figurado, distrair-se) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω, χαλαρώνω

(punho: relaxar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ηρεμώ, γαληνεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pare de me interromper, acalme-se, e vou continuar com minha explicação.
Σταμάτα να με διακόπτεις, ηρέμησε και θα συνεχίσω την εξήγησή μου.

ανακουφίζομαι

(figurado, informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλοι μας ανακουφιστήκαμε τώρα που συνελήφθη ο δραπέτης.

επιδεινώνομαι, χειροτερεύω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ελεύθερος χρόνος

Eu tive muito tempo livre esta semana, por isso, estou acompanhando meus programas de TV favoritos. Atualmente, seu trabalho é tão exigente que ele quase não tem tempo livre.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relaxar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.