Τι σημαίνει το répondant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης répondant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του répondant στο Γαλλικά.
Η λέξη répondant στο Γαλλικά σημαίνει απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντάω, αντιμιλώ, αντιμιλώ, απαντάω, απαντώ, ανταποδίδω, απαντάω, απαντώ, απαντώ, ανταπαντώ, αποκρίνομαι, γλώσσα, απαντάω, απαντώ, απαντάω, ανταποκρίνομαι, απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ, απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ, ικανοποιώ, καλύπτω, απαντάω, σηκώνω, εκπληρώνω, αποκλείω, απομονώνω, υποστηρίζω, ικανοποιώ, αναπάντητος, ad hoc, τυπική καλλονή, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, είμαι επαρκής/κατάλληλος, πληρώ τις προϋποθέσεις, σηκώνω το τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, απαντώ γρήγορα και απότομα, στηρίζω, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ, λέω ανοιχτά την άποψή μου, αντιμιλώ, γράφω, περιμένω απάντηση, χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώ, ενεργώ, ενεργώ σχετικά με κτ, απαντώ, αποκρίνομαι, εκπληρώνω, γρήγορος, απαντώ καταφατικά, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, θεωρώ κτ δεδομένο, γράφω σε κπ, απαντώ σε πρόσκληση, υποβάλλω προσφορά, περιμένω απάντηση, αντιμιλώ, απαντώ, αποκρίνομαι, απαντάω σε κπ, αντιμιλώ, απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ, βγάζω γλώσσα σε κπ, ικανοποιώ, απαντώ, καλύπτω, υπακούω σε κτ, απαντάω, απαντώ, απαντώ με κτ, αντιμετωπίζω, αιτιολογώ, δικαιολογώ, υπεκφεύγω, ανταποδίδω, ταιριάζω, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης répondant
απαντάω, απαντώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il n'est pas certain de la réponse à une question, il ne répond pas. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κοίταξε το κενό, αλλά δεν του αποκρίθηκε. |
απαντάωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il l'a appelée et elle a répondu. |
απαντάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'espère qu'il va répondre bientôt au courrier que je lui ai envoyé. Του έγραψα κι ελπίζω ότι θα απαντήσει σύντομα. |
αντιμιλώverbe intransitif (avec insolence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντιμιλώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sors les mains de tes poches et ne réponds pas, jeune homme ! |
απαντάω, απαντώverbe intransitif (à une critique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανταποδίδω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les parents ont répondu (or: se sont défendus), en disant que les accusations sur leurs enfants n'étaient pas fondées. Οι γονείς ανταπέδωσαν λέγοντας ότι οι κατηγορίες για τα παιδιά τους δεν έχουν βάση. |
απαντάω, απαντώ(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a répondu "oui". J'ai répondu que j'appréciais l'invitation mais que j'étais trop occupé pour venir. «Ναι», απάντησε. |
απαντώ, ανταπαντώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκρίνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γλώσσα(μτφ, καθομ: βγάζω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'en ai assez de ton insolence, jeune homme ! |
απαντάω, απαντώ(σε κάτι/κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a répondu tout de suite à notre lettre. Απάντησε αμέσως στο γράμμα μας. |
απαντάωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur essayait de répondre à toutes les questions de ses élèves. Ο δάσκαλος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των μαθητών. |
ανταποκρίνομαιverbe transitif indirect (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bonne nouvelle, c'est que le cancer semble répondre à la chimiothérapie. Sa famille est heureuse d'annoncer qu'il répond bien au traitement. Τα καλά νέα είναι πως ο καρκίνος δείχνει να ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία. |
απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτverbe transitif indirect Kate répondit à Ben par un hochement de tête. Η Κέιτ απάντησε στον Μπεν με ένα γνέψιμο. |
απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτverbe transitif indirect J'espère que Robert répondra à ma lettre. Ελπίζω ο Ρόμπερτ να απαντήσει στο γράμμα μου. |
ικανοποιώ, καλύπτωverbe transitif indirect (à un besoin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos services répondent au besoin de soins à domicile de qualité. |
απαντάω, σηκώνωverbe transitif indirect (au téléphone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourquoi est-ce qu'il ne répond pas au téléphone ? Γιατί δεν σηκώνει (or: απαντάει) το τηλέφωνό της; |
εκπληρώνω(obligation, condition, fonction, devoir, critère) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous serez payé quand vous aurez rempli les obligations contractuelles. Θα πληρωθείς όταν θα έχεις εκπληρώσει τις συμβατικές σου υποχρεώσεις. |
αποκλείω, απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jury a vérifié que le candidat satisfaisait aux conditions pour se présenter au poste. Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας. |
αναπάντητοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ad hoc
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La firme peut offrir ses services ponctuellement (or: de façon ponctuelle). Η επιχείρηση μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες της ad hoc. |
τυπική καλλονή
Δεν ήταν ακριβώς ωραία, αλλά είχε όμορφο χαμόγελο. |
απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικάlocution verbale L'infirmière a répondu par la négative quand on lui demandé si elle était prête à faire des heures supplémentaire. |
πρέπει να λογοδοτήσω για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À la prochaine élection, le gouvernement devra répondre de ses erreurs économiques. |
είμαι επαρκής/κατάλληλοςlocution verbale |
πληρώ τις προϋποθέσεις
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cet ordinateur bon marché répondra aux besoins de la plupart des retraités. Αυτός ο φθηνός υπολογιστείς πληροί τις προϋποθέσεις των περισσότερων συνταξιούχων. |
σηκώνω το τηλέφωνο(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνω το τηλέφωνοlocution verbale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espérais qu'il allait répondre au téléphone, vu qu'il n'était qu'à un mètre. |
πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Robert voulait participer au concours, mais les organisateurs lui ont dit qu'il ne remplissait pas les conditions requises. Ο Ρόμπερτ ήθελε να συμμετάσχει στον διαγωνισμό αλλά οι υπεύθυνοι του είπαν ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις). |
απαντώ γρήγορα και απότομα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry a parlé à Karen d'un ton sec, alors cette dernière lui a répondu d'un ton tout aussi sec. (or: lui a répondu tout aussi sèchement). |
στηρίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry s'est porté garant de Dan en lui prêtant de l'argent lorsqu'il avait beaucoup de dettes. |
λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ(de ses actes,...) Vous allez devoir répondre de vos actes auprès du professeur et du directeur pour avoir triché à l'examen. |
πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω ανοιχτά την άποψή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'élève a été exclus de cours pour s'être montré trop insolent. |
αντιμιλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne réponds pas à tes parents ! Μην αντιμιλάς στους γονείς σου! |
γράφωverbe intransitif (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vous saurais gré de bien vouloir répondre par retour de courrier. |
περιμένω απάντηση
Je lui ai laissé un message pour l'inviter à la fête et j'attends (de recevoir) sa réponse. |
χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενεργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olga a répondu à l'email qu'elle a reçu. Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε. |
ενεργώ σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry a répondu à la demande d'Alice. |
απαντώ, αποκρίνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est resté silencieux et n'a pas répondu à ma question. |
εκπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γρήγορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'équipe de service clients de l'entreprise réagit très rapidement aux demandes. Η ομάδα εξυπηρέτησης πελατών της εταιρείας απαντά γρήγορα (or: ανταποκρίνεται γρήγορα) στα ερωτήματα που λαμβάνει. |
απαντώ καταφατικάlocution verbale Le patient a répondu "oui" quand on lui a demandait s'il était d'accord pour l'intervention. |
απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικάlocution verbale L'inculpé a répondu par la négative quand on lui a demandé s'il avait assassiné la vieille femme. |
θεωρώ κτ δεδομένοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γράφω σε κπ(έμφαση στο είδος της επικοινωνίας) |
απαντώ σε πρόσκλησηverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veuillez répondre d'ici au premier octobre. |
υποβάλλω προσφοράlocution verbale (entreprise) (επίσημο: για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trois entreprises de bâtiment ont répondu à un appel d'offres pour le prestigieux contrat. Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο. |
περιμένω απάντηση
J'ai envoyé un mail à mon ami et j'ai reçu une réponse immédiatement. |
αντιμιλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Et ne me répondez pas, jeune fille ! Μην τολμήσεις να μου αντιμιλήσεις, νεαρά! |
απαντώ, αποκρίνομαι(γραπτώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lettre de John est arrivée il y a six semaines ; il faut vraiment que je lui réponde. |
απαντάω σε κπverbe transitif indirect (à des critiques,...) La pop star a répondu à ses détracteurs avec une série de tweets. |
αντιμιλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si elle te donne des ordres, réponds-lui. |
απαντάω σε κτ, ακούω σε κτlocution verbale Il s'appelle Timothy mais il répond au nom de Timmy. Το όνομά του είναι Τίμοθι, αλλά τον φωνάζουν Τίμι. |
βγάζω γλώσσα σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ικανοποιώ(un besoin, une demande,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous ne sommes plus en mesure de répondre aux demandes de transferts. Δεν μπορούμε πλέον να ικανοποιήσουμε τα αιτήματα για μεταφορές. |
απαντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je lui ai laissé un message mais il ne m'a pas répondu. Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε. |
καλύπτωverbe transitif indirect (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour beaucoup d'adolescents, les clubs pour jeunes répondent à un besoin d'appartenir à la communauté. |
υπακούω σε κτverbe transitif indirect (μεταφορικά) Cette voiture de sport répond au moindre mouvement du volant. Αυτό το σπορ αυτοκίνητο ανταποκρίνεται στο ελάχιστο άγγιγμα του τιμονιού. |
απαντάω, απαντώ(σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il n'a pas répondu à ma lettre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν απάντησε. |
απαντώ με κτverbe intransitif James voulait lui répondre avec une remarque bien sentie mais n'a rien trouvé. Ο Τζέιμς ήθελε να απαντήσει με έξυπνο τρόπο, αλλά δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι. |
αντιμετωπίζω(d'un problème) (λύνω πρόβλημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons nous occuper du problème de l'absentéisme. Πρέπει να θέσουμε επί τάπητος το πρόβλημα των συνεχών αδικαιολόγητων απουσιών. |
αιτιολογώ, δικαιολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On nous a demandé de répondre de nos actions. Μας ζητήθηκε να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας. |
υπεκφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le politicien était toujours évasif afin d'éviter de répondre réellement à toute question. |
ανταποδίδωverbe transitif indirect (sentiments) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai jamais été capable de répondre à son amour. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette valise répond-elle à vos besoins ? |
έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσωverbe transitif indirect (des questions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le candidat a répondu à un certain nombre de questions des journalistes. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του répondant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του répondant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.