Τι σημαίνει το residente στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης residente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του residente στο πορτογαλικά.
Η λέξη residente στο πορτογαλικά σημαίνει που μένει, που κατοικεί, που ζει, κάτοικος, μόνιμος, ειδικευόμενος, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, εσωτερικός, ντόπιος, ντόπια, ένοικος, κάτοικος, κάτοχος, ένοικος, κάτοικοι της πόλης, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, ειδικευόμενος ιατρός, απασχολούμενος καλλιτέχνης, αυτός που δεν είναι κάτοικος, πινακίδα, επιγραφή, κάτοικος πόλης, που δεν κατοικεί.... Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης residente
που μένει, που κατοικεί, που ζειadjetivo (κάπου ή σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O artista residente na vila pintou um mural na praça. Μπορείτε να επιβεβαιώσετε ότι μένετε στην οδό Λαρτς, αριθμός 33; |
κάτοικος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Todos os moradores da vila se reuniram para a festa anual. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού μαζεύτηκαν για τον ετήσιο εορτασμό. |
μόνιμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ειδικευόμενοςsubstantivo masculino, substantivo feminino (κάνει ειδικότητα) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Depois da escola de medicina, Erin tornou-se um residente no Hospital de Lake County. Μετά την ιατρική, η Έριν έγινε ειδικευόμενη στο Νοσοκομείο της Λέικ Κάουντι. |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικήςsubstantivo masculino e feminino (médico em treinamento) |
εσωτερικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντόπιος, ντόπια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Você é morador ou é de outra cidade? Είσαι ντόπιος ή είσαι από αλλού; |
ένοικος, κάτοικοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάτοχος, ένοικοςsubstantivo masculino (de casa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάτοικοι της πόληςsubstantivo masculino (residente local) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής
|
ειδικευόμενος ιατρόςsubstantivo masculino |
απασχολούμενος καλλιτέχνηςsubstantivo masculino, substantivo feminino (artista empregado por tempo fixo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτός που δεν είναι κάτοικοςsubstantivo masculino (aquele que não vive em dado lugar) (συγκεκριμένη χώρα, μέρος κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πινακίδα, επιγραφήexpressão (σε εξώπορτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάτοικος πόλης(alguém que mora em uma cidade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν κατοικεί...locução adjetiva (que não vive em dado lugar) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Estudantes não residentes devem manter contato regular com a faculdade por e-mail. Οι φοιτητές που δεν κατοικούν εκεί πρέπει να διατηρούν τακτική επικοινωνία με τη σχολή μέσω email. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του residente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του residente
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.