Τι σημαίνει το retirement στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retirement στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retirement στο Αγγλικά.

Η λέξη retirement στο Αγγλικά σημαίνει σύνταξη, σύνταξη, απομόνωση, συντάξιμος, πρόωρη σύνταξη, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, συνταξιοδοτικός λογαριασμός, ηλικία συνταξιοδότησης, σύνταξη, ταμείο συνταξιοδότησης, γηροκομείο, γιορτή για τη συνταξιοδότηση, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retirement

σύνταξη

noun (life after end of career)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anne was looking forward to retirement, as she would finally have time to indulge in her hobbies.
Η Ανν ανυπομονούσε να πάρει σύνταξη, καθώς θα είχε επιτέλους χρόνο να αφιερωθεί στα χόμπι της.

σύνταξη

noun (date: end of career)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dave only has one week to go until retirement.
Ο Ντέιβ έχει ακόμα μόνο μια εβδομάδα δουλειάς μέχρι τη συνταξιοδότησή του.

απομόνωση

noun (seclusion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since her accident, Patricia lives in retirement, as she no longer wishes to see anyone.

συντάξιμος

noun as adjective (relating to being retired) (πχ χρόνια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Retirement age in the UK is sixty-five.
Η ηλικία συνταξιοδότησης στο ΗΒ είναι τα εξήντα πέντε έτη.

πρόωρη σύνταξη

noun (retirement before established age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You may take early retirement but then begin a new career.

ατομικός λογαριασμός ασφάλισης

noun (US (personal pension fund)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Individual retirement accounts let you save without paying income taxes until after you retire.

συνταξιοδοτικός λογαριασμός

noun (initialism (individual retirement account)

Tom opened an IRA account when he joined the company.

ηλικία συνταξιοδότησης

noun (law: age [sb] stops working)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύνταξη

plural noun (pension)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταμείο συνταξιοδότησης

noun (savings for later in life)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γηροκομείο

noun (care facility for elderly people)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every weekend I visit my grandmother in the retirement home.

γιορτή για τη συνταξιοδότηση

noun (celebration at end of [sb]'s career)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

noun (provisions for later life)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retirement στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.